Ανάμεσα στα 0,99 σεντς με 1 δολάριο έναντι του αμερικανικού νομίσματος διαμορφώνεται πλέον η αξία του -πιο αδύναμου από το 2002- ευρώ, σε μια εξέλιξη που τουλάχιστον για τα αγροτικά εμπορεύματα και την πορεία των εξαγωγών έρχεται να ευνοήσει τις ευρωπαϊκές παραγωγές.
Από τα σιτηρά και το βαμβάκι μέχρι μεταποιημένα προϊόντα, όπως είναι το κρασί, η φέτα, οι κομπόστες ή το ελαιόλαδο, το αδύναμο ευρώ, έρχεται να διευκολύνει την υπόθεση της τιμής τους στις διεθνείς αγορές, αφού πλέον φαντάζουν πιο φθηνά στους αγοραστές. Μάλιστα, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως η πορεία του ευρώ θα συνεχίσει πτωτικά και μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 0,95 σεντς του δολαρίου το προσεχές διάστημα.
Αυτή η συναλλακτική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων που παράγονται εντός της ζώνης του ευρώ, έχει ήδη περάσει στα «βιβλία» εταιρειών και εξαγωγέων του χώρου με αναφορά στις παγκόσμιες αγορές. Σε ένα ακραίο παράδειγμα, αναφέρεται ότι η πολυεθνική Unilever, που με πλούσιο χαρτοφυλάκιο στον τομέα του τρόφιμου, κατέγραψε συναλλαγματικό όφελος 1,3 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022, λόγω της ενίσχυσης του δολαρίου, του ρεάλ Βραζιλίας και της ρουπίας Ινδίας έναντι του ευρώ.
Σε ένα παράδειγμα πιο κοντά στην πραγματικότητα μιας καθετοποιημένης αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα, έστω ότι ένας εξαγωγέας στις ΗΠΑ ζητούσε τιμή μονάδας για μια φιάλη ελαιόλαδο 20 ευρώ. Σε αυτό το παράδειγμα η τιμή μονάδας πέρυσι (με την αξία του ενός ευρώ κοντά στο 1,20 δολάρια) διαμορφωνόταν στα 25 δολάρια, με τον αμερικανό καταναλωτή να πληρώνει στο ράφι ακόμα και 30 δολάρια για το προϊόν. Φέτος η τελική τιμή του ίδιου προϊόντος θα μπορούσε να πέσει ακόμα και κάτω από τα 25 δολάρια, χωρίς να αλλάξει η τιμή εξαγωγής (20 ευρώ η φιάλη). Η διαφορά γίνεται εύκολα αντιληπτή, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η λέξη «πληθωρισμός» εντοπίζεται σχεδόν σε κάθε τίτλο ειδήσεων της επικαιρότητας. Η ζήτηση για τα ευρωπαϊκά αγροτικά εμπορεύματα θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω καθαρά για λόγους ανταγωνιστικότητας, κάτι που ήδη καταγράφεται στα λιμάνια φόρτωσης σιτηρών της Γαλλίας.
Πιο άμεση και αισθητή είναι η νέα κατάσταση που διαμορφώνει το φθηνό ευρώ στην αγορά βάμβακος. Εν προκειμένω, το βαμβάκι με χρηματιστηριακή τιμή στα 115 σεντς/λίμπρα μεταφράζεται σε 90 λεπτά του ευρώ περίπου για το σύσπορο. Με την περσινή ισοτιμία και ίδια χρηματιστηριακή τιμή, η τιμή του σύσπορου θα ήταν στα 75 λεπτά το κιλό περίπου. Πιο απλά, η τιμή βάμβακος είναι ενισχυμένη κατά 20% φέτος συγκριτικά με πέρυσι μόνο από τη διαφορά στην ισοτιμία. Συγκεκριμένα, τέτοιο καιρό πέρυσι, το βαμβάκι διαπραγματευόταν στα 94 σεντς η λίμπρα με την αναλογία στο σύσπορο να δίνει τιμή 61 λεπτά το κιλό (η ισοτιμία τότε ήταν 1,18 ευρώ/δολάριο). Με την σημερινή ισοτιμία, η τιμή θα ήταν 73,5 λεπτά του ευρώ.
Πιο ακριβές οι πρώτες ύλες
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών εξαγωγών και ιδίως των αγροτικών, είναι η μια όψη του νομίσματος, την οποία εδώ και πάνω από μια δεκαετία αναζητούσαν σθεναρά οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς και βιομηχανίες. Η άλλη όψη όμως είναι αυτή για την οποία ανησυχεί περισσότερο η ΕΚΤ και οι επενδυτές. Έχει να κάνει με το φαινόμενο του εισαγόμενου πληθωρισμού. Προϊόντα που εισάγονται στη ζώνη του ευρώ, αλλά αγοράζονται σε δολάρια, όπως είναι για παράδειγμα το πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες, φτάνουν σε τιμές ακόμα πιο φουσκωμένες από αυτές που ήδη υπαγορεύουν οι πληθωριστικές πιέσεις στις διεθνείς αγορές.
Δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου, 2022