Το Hall of Fame φτιάχτηκε για να τον φιλοξενεί. Ο Βαγγέλης Σταματόπουλος γράφει για τον Μπατιγκόλ που μας έκανε να αγαπήσουμε το Campionato και να συμπαθήσουμε τη Φιορεντίνα.
Η 6η Οκτωβρίου 20014 καταγράφηκε πλέον ως μία χρυσή ημερομηνία στην ιστορία της. Είναι η βραδιά που η Φιορεντίνα τίμησε το φημισμένο παρελθόν και την ένδοξη ιστορία της, μία βραδιά που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη σε έναν μόνο άνθρωπο: τον Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα. Δεκατέσσερα χρόνια από τότε που έφυγε από την ομάδα της καρδιάς του, που την αγάπησε όσο λίγοι και από την οποία αγαπήθηκε όσο κανείς, ο "Μπατιγκόλ" επέστρεψε με κάθε επισημότητα στη Φλωρεντία και ρούφηξε μέχρι τέλους το νέκταρ της ύψιστης τιμής, να μπει στο Hall of Fame της ομάδας των "βιόλα". "Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη Φιορεντίνα ήθελα να βρω μία θέση στην ιστορία του συλόγου και τώρα μπορώ να πω ότι το πέτυχα", δήλωσε ο 45χρονος πλέον Αργεντίνος μπροστά σε μία κατάμεστη αίθουσα (Auditorium Cosimo Ridolfi) από φανς του κάθε ηλικίας, με την συγκίνησή του να ξεχειλίζει. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη που κάποια στιγμή στο πλαίσιο της βράβευσής του δεν άντεξε, "λύγισε", "έσπασε", βούρκωσε. Θαρρείς και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα περνούσαν flash-back από μπροστά του όλα εκείνα τα γκολ με τα οποία βομβάρδιζε τις αντίπαλες άμυνες για εννέα ολόκληρα χρόνια με τη μοβ φανέλα και τα οποία τον είχαν μετατρέψει το απόλυτο είδωλο της Curva Fiesole του Αρτέμιο Φράνκι. Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα ήταν τη δεκαετία του '90 για τη Φιορεντίνα ό,τι πρέσβευε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα για τη Νάπολι τη δεκαετία του '80 και το γεγονός ότι ο "θεός" όλων των Αργεντίνων έχει δηλώσει πως ο Μπατιστούτα είναι ο καλύτερος σέντερ φορ που έχει δει με τα μάτια του, λέει πάρα πολλά για την αξία του. Όπως επίσης "φωνάζει" για την κλάση του και ότι είναι πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην εθνικής Αργενινής με 56 γκολ σε 78 ματς!. Η αλήθεια μάλιστα είναι πως η είσοδός του στο Hall of Fame του ιταλικού συλλόγου ήρθε με αρκετά χρόνια καθυστέρηση. Άργησε πολύ για τον 11ο κορυφαίο σκόρερ στην ιστορία της Serie A (182 γκολ, πέντε λιγότερα από τον Τζουζέπε Σινιόρι που συμπληρώνει την πρώτη δεκάδα των γεννημένων κανονιέρηδων). Άργησε πάρα πολύ για έναν παίκτη που σκόραρε 168 γκολ σε 269 ματς με τη Φιορεντίνα και 184 γκολ σε 318 ματς (1 γκολ ανά 1,7 ματς) κατά τη διάρκεια της συνολικής παραμονής του στην Ιταλία.
Άργησε υπερβολικά για έναν παίκτη που όχι μόνο δεν την εγκατέλειψε όταν εκείνη καταβαραθρώθηκε (Serie B) το καλοκαίρι του 1993 αλλά που έγινε ο φυσικός ηγέτης της και την οδήγησε σε δύο εγχώριους τίτλους αλλά και σε μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές στο Cup Winners' Cup και στο Champions League. Άργησε αδικαιολόγητα για τον "Μπατιγκόλ" ο οποίος λες και ήταν βγαλμένος από μία άλλη εποχή, του ρομαντισμού και της τρέλας για τη φανέλα, αρνήθηκε πεισματικά άκρως δελεαστικές προτάσεις από μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ και όταν κάποια στιγμή έβγαλε από πάνω του τα μωβ και διεκδίκησε το μόνο που του έλειπε και λαχταρούσε από το Καμπιονάτο, το σκουντέτο (το κατάφερε με τη Ρόμα το 2001), έκλαψε τη στιγμή που σκόραρε κόντρα στη Φιορεντίνα. Μην νομίσει όμως κανείς πως το ποδοσφαιρικό παραμύθι που βίωσε για δύο σχεδόν δεκαετίες ήταν αποκλειστικά και μόνο χαρές και θρίαμβοι. Είχε και δυσκολίες, ζόρι, ανηφόρες και πολλές προσωπικές θυσίες, που ευτυχώς για τον ίδιο απέδωσαν καρπούς και -το σημαντικότερο- τον καταξίωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει κάποιον αναφορικά με τον Μπατιστούτα είναι πως σε πολύ νεαρή ηλικία προτιμούσε το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο, με το ύψος του να τον βοηθάει μάλιστα περισσότερο στο να στέλνει τη μπάλα στο καλάθι παρά στα δίχτυα. Όλα αυτά όμως μέχρι το 1978 που ήταν χρονιά-ορόσημο για αυτόν.
Η Αργεντινή κατέκτησε μέσα στην πατρίδα της το πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας της και ο 9χρονος τότε Γκαμπριέλ, θαμπωμένος από τις ικανότητες του Μάριο Κέμπες με τις 1000+1 κινήσεις του μέσα στην αντίπαλη περιοχή, πήρε την απόφαση να στραφεί στο ποδόσφαιρο. Η πρώτη του ομάδα σε επίπεδο junior ήταν η Πλατένσε, κατόπιν κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα με τη φανέλα της Ρεκονκουίστα (γενέτειρα πόλη του) σκοράροντας δύο γκολ σε βάρος της Νιούελς Ολντ Μπόις και έτσι το 1988 οι άνθρωποι της Νιούελς του προσέφεραν το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο σε ηλικία 19 ετών. Και επειδή κάθε αρχή και δύσκολη, στον Μπατιστούτα η μοίρα έφερε για πρώτο προπονητή τον Μαρσέλο Μπιέλσα (μετέπειτα προπονητή του και στην εθνική Αργεντινής), έναν από τους πλέον σκληρούς και απαιτητικούς προπονητές στην πιάτσα, ο οποίος προκειμένου να τον βοηθήσει να βελτιώσει το παιχνίδι του δεν δίστασε να τον... ξεζουμίσει! "Μετά από είκοσι ημέρες προπονήσεων, μπαίνοντας μία φορά στα αποδυτήρια σκέφτηκα ότι εξαιτίας του δεν θα γινόμουν ποδοσφαιριστής", έχει δηλώσει για εκείνη την εποχή ο Αργεντίνος. Μία ομολογουμένως βασανιστική περίοδο για εκείνον που ήταν μακριά από το σπίτι του, την οικογένειά του, την κοπέλα του Ιρίνα (με την οποιά είχε γνωριστεί όταν εκείνος ήταν 16 και εκείνη 15 και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα), που κοιμόταν σε ένα δωμάτιο μέσα στο στάδιο της Νιούελς και που είχε αρκετά παραπανίσια κιλά. Την ίδια ώρα πάντως ο επονομαζόμενος "δικτάτορας" Μπιέλσα έβλεπε στο πρόσωπο εκείνου το νεαρού με τα ξανθά μαλλιά έναν άκρως ταλαντούχο παίκτη με μεγάλες προοπτικές, ένα ακατέργαστο διαμάντι που απλά έπρεπε να δουλέψει ώρες ατελείωτες για να διορθώσει τις αδυναμίες του στην τεχνική και να γίνει πιο... fit. "Εκεί που οι συμπαίκτες μου είχαν μύες, εγώ είχα λίπος", ήταν η παραδοχή του ίδιου του Μπατιστούτα, με τον Μπιέλσα όμως να του επιβάλλει μία δίαιτα χάρη στην οποία κατάφερε τελικά να πετάξει από πάνω του δέκα κιλά και να γίνει "άλλος άνθρωπος". Το πρώτο τεστ το είχε περάσει με επιτυχία και η ανταμοιβή ήταν γλυκιά: ο προπονητής της Νιούελς τον επισκέφτηκε μία ημέρα στο δωμάτιό του και του προσέφερε ένα κουτί με "αλφαχόρες" (παραδοσιακό γλύκισμα της Ισπανίας και της Νοτίου Αμερικής που αποτελείται από δύο αφράτα μπισκότα) και μία μπάρα σοκολάτας! Το στοίχημα της Νιούελς κερδήθηκε από τον Μπατιστούτα και το επόμενο βήμα δεν άργησε να έρθει. Για την ακρίβεια ήταν σάλτο, καθώς άφησε την επαρχία και μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες, για να φορέσει τη φανέλα μίας εκ των δύο διασημότερων εκπροσώπων της πρωτεύουσας: της Ρίβερ Πλέιτ. Ο προπονητής του, Μέρλο, τον περιέβαλε με εμπιστοσύνη και ο νεαρός μπόμπερ από την Ρεκονκουίστα τον ξεπλήρωσε κάνοντας αξιοθαύμαστες εμφανίσεις στο πρωτάθλημα της Απερτούρα, όμως τον Ιανουάριο του 1990 η αλλαγή στην τεχνική ηγεσία φέρνει τον μυθικό Ντανιέλ Πασαρέλα στο τιμόνι των "εκατομμυριούχων" και τον Μπατιστούτα στον πάγκο. Δίχως να καταλάβει ποτέ το γιατί, από βασικός έγινε ρεζέρβα. Κάπου εκεί όμως έγινε η κίνηση ρουά-ματ από τον μάνατζέρ του: ο Σετίμιο Αλοίζιο σε μία έμπρακτη απόδειξη πως πιστεύει ακράδαντα σε αυτόν αγόρασε το 50% των δικαιωμάτων του και το καλοκαίρι του 1990 μεσολάβησε για να γίνει η μεταγραφή του στη Μπόκα Τζούνιορς, την ιστορική αντίπαλο της Ρίβερ. Από την κόλαση που είχε βρεθεί επέστρεφε στον παράδεισο... Ουσιαστικά σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε καταφέρει να δώσει σάρκα και οστά σε ένα παιδικό όνειρο: να παίξει κάποια στιγμή ποδόσφαιρο στην ομάδα της καρδιάς του και σε αυτήν που είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στη Λατινική Αμερική το υπέρτατο ποδοσφαιρικό του ίνδαλμα Ντιέγκο Μαραντόνα, του οποίου η αφίσα με τη φανέλα της Μπόκα ήταν ακόμα κρεμασμένη πάνω από το κρεβάτι του στο σπίτι των γονιών του στην Αβελανέδα.
Ο Πασαρέλα έμοιαζε πλέον με μία άσχημη μακρινή ανάμνηση και ο Μπατιστούτα πετούσε εντός και εκτός γηπέδων: είχε γίνει βασικός και αναντικατάστατος με τη φανέλα της Μπόκα ενώ στις 28 Οκτωβρίου 1990 ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου σε εκκλησία του Σαν Ρόκε με την εκλεκτή της καρδιάς του Ιρίνα. Το φινάλε εκείνης της χρονιάς για τον Μπατιστούτα ήταν κομμένο και ραμμένο για κινηματογραφική ταινία. Αφενός οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Clausura (συνολικά πέτυχε 13 γκολ σε 29 εμφανίσεις του με τη φανέλα της) και αφετέρου πήρε εκδίκηση από τους πρώην εργοδότες του. Μπόκα Τζούνιορς και Ρίβερ Πλέιτ αναμετρήθηκαν για το Copa Libertadores, με τον Μπατιστούτα να είναι ο μεγάλος σταρ της βραδιάς στο "Μονουμεντάλ". Σκόραρε δις απέναντι στην Ρίβερ και μετά από κάθε γκολ του περνούσε μπροστά από τον πάγκο της ψάχνοντας να συναντήσει με το βλέμμα του αυτό του Πασαρέλα.. Με αυτές τις εμφανίσεις και την ικανότητά του στο σκοράρισμα να αυξάνεται μέρα με τη μέρα, η πρώτη κλήση του στην Εθνική Αργεντινής ήταν γεγονός, με τον Άλφιο Μπαζίλε να τον συμπεριλαμβάνει μάλιστα στην αποστολή που πέταξε για τη Χιλή για να πάρει μέρος στο Κόπα Αμέρικα του 1991. Η "αλμπισελέστε" δεν κατέβηκε στη διοργάνωση με την ετικέτα του φαβορί, όμως το άστρο του Μπατιστούτα είχε αρχίσει ήδη να ανατέλλει...
Ο δαιμόνιος μάνατζέρ του, Σετιμιό Αλοίζιο, είχε φροντίσε άλλωστε να του πετάξει το γάντι: "Σε μία εβδομάδα ξεκινάει το Coppa America, εάν θέλεις να κάνεις πράξη την επιθυμία σου να παίξεις στο ιταλικό ποδόσφαιρο θα πρέπει να πετύχεις τουλάχιστον έξι γκολ. Βάλε εσύ αυτά τα γκολ και εγώ θα σου χαρίσω το όνειρό σου".
Αυτό είχε πει τότε στον Μπατιστούτα και εκείνος σκέφτηκε ενδόμυχα: "Challenge accepted". Τότε είχε ακόμα το προσωνύμιο "El Camion" ("Φορτηγό") λόγω της σωματικής του δύναμης όμως δεν αργούσε η στιγμή που θα μετατρεπόταν σε "Re Leone" ("Βασιλιάς Λοντάρι"). Ένα Coppa America ήταν αρκετό για αυτό. Στο ντεμπούτο του σκόραρε δις κόντρα στη Βενεζουέλα ενώ κόντρα στη διοργανώτρια Χιλή το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε όχι μόνο δεν τον τρόμαξε αλλά δέκα λεπτά πριν το τέλος του αγώνα πέτυχε το καθοριστικό γκολ: έκανε το ένα-δύο με τον Κανίγια, πέρασε σε ταχύτητα τρεις Χιλιανούς και με ένα μαγικό τσίμπημα της μπάλας την έστειλε στα δίχτυα προλαβαίνοντας την έξοδο του γκολκίπερ. "Πόσα γκολ μου λείπουν για να πάω τώρα στην Ιταλία;", αστειευόταν κάθε φορά που σκόραρε ο Μπατιστούτα, με τον στόχο πάντως να πλησιάζει όλο και περισσότερο μετά από κάθε ματς. Ο "Μπάτι" βρήκε δίχτυα τόσο κόντρα στην Παραγουάη όσο και με τη Βραζιλία για να φτάσει στα πέντε και το τελευταίο "χτύπημα" ήταν και το πιο ηδονικό. Στο φινάλε της διοργάνωσης (21 Ιουλίου 1991) η Αργεντινή νίκησε 2-1 την Κολομβία, με τον Μπατιστούτα να πετυχαίνει το καθοριστικό γκολ στο 70ο λεπτό, να χαρίζει το τρόπαιο στην "αλμπισελέστε" και ταυτόχρονα να σφραγίζει το διαβατήριό του για Ιταλία. Η μαγική του διαδρομή στα γήπεδα του Καμπιονάτο είχε ήδη ξεκινήσει.
Η ομάδα που αποφάσισε να επενδύσει στον Αργεντίνο στράικερ ήταν η Φιορεντίνα, με τον Τσέκι Γκόρι να κλείνει το deal με τη Μπόκα προσφέροντας 12 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες και στις 18 Αυγούστου του 1991 ο παίκτης φτάνει στη Φλωρεντία κουβαλώντας στο μυαλό και στην καρδιά του το μήνυμα του Ντιέγκο Μαραντόνα: "Μείνε ήρεμος, με τα χαρακτηριστικά που έχεις ως παίκτης θα πετύχεις σίγουρα στην Ιταλία". Εκείνη την περίοδο ήταν προπονητής στη Φιορεντίνα ο Βραζιλιάνος Λαζαρόνι και αρχηγός της ομάδας ένας άλλος Βραζιλιάνος, ο Κάρλος Ντούνγκα, με τις φήμες να αναφέρουν πως οι δύο επιθετικοί της ομάδας Μποργκονόβο και Μπράνκα δεν είχαν δει με καλό μάτι τον νεοφερμένο και είχαν συμμαχήσει με τον Ντούνγκα για να τον αφήσουν στην... άκρη. Πράγματι, το ξεκίνημα του Μπατιστούτα ήταν κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό, καθώς βρέθηκε να "σκουπίζει" τον πάγκο τόσο με προπονητή τον Λαζαρόνι όσο και με τον αντικαταστάτη του μετά από 5 αγωνιστικές πρωταθλήματος, Ραντίτσε. Η αγάπη της συζύγου του Ιρίνα και η στήριξη από λίγους αλλά καλούς φίλους τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του και να μην το βάλει κάτω, μέχρι που ήρθε το παιχνίδι που του άλλαξε την καριέρα και ίσως και ολόκληρη τη ζωή του.
Στις 26 Ιανουαρίου 1992 ερχόταν αντίπαλος στο "Φράνκι" η Γιουβέντους, η ομάδα που όλοι στην πόλη της Φλωρεντίας θέλουν να κερδίζουν περισσότερο από κάθε άλλη και ο Μπατιστούτα ήξερε πως αυτή ήταν η ευκαιρία που έπρεπε να αρπάξει. Ήταν σαν να ξαναζούσε το Μπόκα-Ρίβερ από την αρχή... Και τα κατάφερε. Με μία χρυσή κεφαλιά του έβαλε μπροστά στο σκορ τη Φιορεντίνα επί της "βέκια σινιόρα" (το τελικό 2-0 διαμορφώθηκε από τον Μπράνκα) και εκείνη την ημέρα ο Μπατιστούτα έγινε "Μπατιγκόλ". Από άνθρωπος έγινε άγγελος για τους τιφόζι της Φιορεντίνα που τον είχαν βάλει για πάντα μέσα στην καρδιά τους. Την επομένη του αγώνα η "Gazzetta dello Sport" κάλεσε τους οπαδούς της ομάδας να στείλουν ένα fax με ένα μήνυμα για τον παίκτη και ακολούθησε χαμός: 5.000 μηνύματα μέσα σε διάστημα λιγότερο από δύο ημέρες. Αν δεν είναι αυτό εκδήλωση λατρείας τότε τι είναι; Το φινάλε της σεζόν βρίσκει τον Μπατιστούτα να έχει σκοράρει 13 γκολ στο πρωτάθλημα και κανένα από αυτά να μην προέρχεται από την άσπρη βούλα (12η στη βαθμολογία η Φιορεντίνα) ενώ το καλοκαίρι του 1992 η οικογένεια Τσέκι Γκόρι αποφασίζει να τα "σπρώξει" στην ομάδα παίρνοντας παίκτες κλάσης όπως οι Μπαϊάνο, Μπρίαν Λάουντρουπ και Στέφαν Έφενμπεργκ. Το όνειρο των ανθρώπων της ήταν να τη δουν να διεκδικεί ακόμα και το σκουντέτο όμως η σεζόν 1992-93 βάφτηκε αντ'αυτού με μελανά χρώματα. Τρεις προπονητές έγιναν αλλαγή μέσα στη χρονιά και το φινάλε ήταν εφιαλτικό καθώς ήρθε ο υποβιβασμός στη Serie B. Τα 16 τέρματα του "Μπατιγκόλ" δεν έφταναν για να αποτρέψουν το μοιραίο.
Το καλοκαίρι του 1993 ο Αργεντίνος στράικερ βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και έπρεπε να διαλέξει. Από τη μία υπήρχε η επιλογή να συνεχίσει στη Φιορεντίνα και στη Serie B και από την άλλη είχε τη δυνατότητα να πει το "si" σε κάποια από τις πλουσιοπάροχες προτάσεις που του είχαν γίνει, με τη Ρεάλ Μαδρίτης να έχει εκφράσει μάλιστα επίσημο ενδιαφέρον. Το δίλημμα όμως αυτό υπήρχε στα μάτια των άλλων και όχι στην καρδιά του Μπατιστούτα γιατί εκείνη είχε πάρει τις αποφάσεις της. "Υπήρχε μία εικόνα που ήθελα να διαγράψω από τα μάτια μου: τον παλιό πρόεδρο Μάριο Τσέκι Γκόρι αναγκασμένο να φεύγει από το στάδιο μέσα σε ένα περιπολικό. Αγαπούσα τον πρόεδρο. Είχε επενδύσει πολλά χρήματα στη Φιορεντίνα, πολλά χρήματα και πολύ πάθος. Δεν μπορούσα να αφήσω την ομάδα στη Serie B".
Ο Μπατιστούτα αποφάσισε λοιπόν να μείνει και αφού πανηγύρισε ένα ακόμα καλοκαίρι την κατάκτηση του Coppa America από την Αργεντινή με τον ίδιο και πάλι μεγάλο πρωταγωνιστή (χάρη στο 2-1 επί του Μεξικού με δύο δικά του γκολ) ηταν έτοιμος για τη χρονιά που θα δοκιμαζόταν η ομάδα αλλά και ο ίδιος στην δεύτερη κατηγορία. Ο εφιάλτης δεν κράτησε πολύ. Ο νυν ομοσπονδιακός τεχνικός της εθνικής Ελλάδας, Κλάουντιο Ρανιέρι, ανέλαβε να βγάλει το καράβι (Φιορεντίνα) από τη φουρτούνα και να το οδηγήσει στο λιμάνι (Serie A) και τα κατάφερε έχοντας για μπροστάρη τον Μπατιστούτα. Η σχέση των δύο ανδρών ήταν εξαιρετική, ο Αργεντίνος σταμάτησε στα 16 τέρματα εκείνη τη σεζόν και στις 8 Μαΐου 1994 (5-1 την Άσκολι με δύο γκολ του Μπατιστούτα) η Τοσκάνη γιόρταζε την επιστροφή της Φιορεντίνα στη φυσική της θέση. Πάνω στους πανηγυρισμούς ο αγαπημένος Γκαμπριέλ των οπαδών δεν ξέχασε τον Μάριο Τσέκι Γκόρι που είχε φύγει από τη ζωή τον Νοέμβριο του 1993 από καρδιακή προσβολή. "Αγαπούσε πολύ τη Φιορεντίνα και δεν έπρεπε να πεθάνει με την ομάδα του στη Serie B. Η ζωή μερικές φορές είναι άδικη". Το καλοκαίρι του 1994 ταξίδεψε στις ΗΠΑ με την εθνική ομάδα στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του όμως εκεί η "αλμπισελέστε" δεν κατάφερε να περάσει τη φάση των ομίλων και το μοναδικό ματς από το οποίο έχει κάτι να θυμάται ως ευχάριστη ανάμνηση είναι αυτό κόντρα στην Ελλάδα στην πρεμιέρα, όπου πανηγύρισε το πρώτο του χατ-τρικ με την "αλμπισελέστε". Η άσχημη εμπειρία που βίωσε στα γήπεδα της Αμερικής ξεχάστηκε πάντως γρήγορα και σε αυτό "βοήθησε" -ποιά άλλη- η Φιορεντίνα! Ο "Μπατιγκόλ" ήταν μία ασταμάτητη μηχανή παραγωγής τερμάτων στο ξεκίνημα της σεζόν 1994-95 όπου τον βρήκε να μετράει 10 γκολ στις 9 πρώτες αγωνιστικές και στις 27 Νοεμβρίου 1994 μπήκε στα βιβλία της ιστορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου: κόντρα στη Σαμπντόρια σκόραρε για 11ο σερί ματς πρωταθλήματος, σπάζοντας έτσι το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο μυθικός μπόμπερ της Μπολόνια, Έτσιο Πασκούτι από τη σεζόν 1962-63.
"Όταν βλέπω την μπάλα να μπαίνει στα δίχτυα, η πρώτη μου σκέψη είναι η μητέρα μου Γκλόρια", δηλώνει για την άλλη γυναίκα της ζωής του (πέρα από την Ιρίνα), την ίδια ώρα που οι οπαδοί τον βαφτίζουν εκτός από "Μπατιγκόλ" και "Βασιλιά Λιοντάρι". Το φινάλε της σεζόν 1994-95 βρίσκει τη Φιορεντινά εκτός των προνομιούχων θέσεων που δίνουν ευρωπαϊκό εισιτήριο, με τον Μπατιστούτα από την πλευρά του να έχει επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του: με 26 γκολ στη Serie A αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (μπροστά από τον Μπάλμπο), ατομικός τίτλος που είχε να πάει σε παίκτη της Φιορεντίνα πάνω από 30 χρόνια (με τον Ορλάντο). Εκείνη τη σεζόν φόρεσε επίσης τη φανέλα της Φιορεντίνα ο Ρουί Κόστα (ο οποίος έμεινε μέχρι το 2001) ενώ ο Κλάουντιο Ρανιέρι δεν μπορούσε να κρύψει την ευτυχία του για το γεγονός ότι είχε στην ομάδα έναν τόσο δεινό εκτελεστή όπως ο Μπατιστούτα, που διέθετε θανατηφόρα σουτ αλλά και τρομακτική ικανότητα στο σκοράρισμα και με το κεφάλι.
"Μου θυμίζει άλλους τρεις ξένους παίκτες που είχα την τύχη να προπονήσω: τους Καρέκα, Φραντσέσκολι και Φονσέκα. Και εκείνοι πρόσεχαν την κάθε λεπτομέρεια. Ο Αργεντίνος γίνεται όλο και πιο ολοκληρωμένος. Δεν μένει στην επίθεση αλλά επίσης γυρίζει, πρεσάρει, μαρκάρει", δήλωνε ο Ρανιέρι για τον Μπατιστούτα μετά από μόλις λίγους μήνες συνεργασίας των δύο. Δεν ήταν ωστόσο ο μόνος "τρελαμένος" με τον μπόμπερ της Φιορεντίνα. Η φωτογραφία του όπου πανηγύριζε τα τέρματά του δίπλα στο σημαιάκι του κόρνερ ήταν σχεδόν σε όλα τα μπαρ της πόλης της Φλωρεντίας ενώ οι οργανωμένοι οπαδοί έφτιαξαν ένα άγαλμα στη θύρα που τους φιλοξενεί το οποίο απαθανάτιζε τον σπουδαίο επιθετικό να πανηγυρίζει με αυτή την κίνηση κάποιο γκολ του. Τα καλύτερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Τη σεζόν 1995-96 η Φιορεντίνα είχε το καλύτερο πλασάρισμά της επί εποχής Μπατιστούτα, καταλαμβάνοντας την 4η θέση ενώ στις 17 Μαΐου 1996 ήρθε ο πρώτος τίτλος, το Coppa Italia, με το 2-0 εκτός έδρας επί της Αταλάντα (οι "βιόλα" είχαν επικρατήσει και στον πρώτο τελικό με 1-0 στην έδρα τους). Ήταν μία μαγική νύχτα για τον Ρανιέρι και τους παίκτες του, με 40.000 οπαδούς να τους ετοιμάζουν αποθεωτική υποδοχή στο "Αρτέμιο Φράνκι" κατά την επιστροφή από το Μπέργκαμο και τον Μπατιστούτα να ομολογεί: "Βγαίνοντας από το τούνελ της φυσούνας με το τρόπαιο στα χέρια μου αισθάνθηκα, για μία στιγμή, πως ήμουν το αφεντικό του κόσμου".
Το ντελίριο όμως για τους οπαδούς της Φιορεντίνα δεν είχε σταματημό εκείνη τη χρονιά καθώς τρεις μήνες αργότερα ο "Βασιλιάς Λιοντάρι" έριξε στο καναβάτσο και τη Μίλαν και χάρισε στην ομάδα του το ιταλικό Σούπερ Καπ. Οι περίπου 10.000 οπαδοί των "βιόλα" που ταξίδεψαν στο Μιλάνο είδαν αρχικά τον Μπατιστούτα να σκοράρει ένα εξαίσιο γκολ έχοντας πρώτα περάσει τη μπάλα πάνω από τον Φράνκο Μπαρέζι σε μία επίδειξη υψηλής τεχνικής ενώ λίγο πριν το φινάλε... αποτρελάθηκαν. Εκεί που το ματς έδειχνε να πηγαίνει στην παράταση με το σκορ στο 1-1 (είχε ισοφαρίσει για τους "ροσονέρι"ο Σαβίτσεβιτς) ο Μπατιστούτα "χτύπησε" ξανά, αυτή τη φορά με φάουλ-κεραυνό με τον οποίο έγραψε το τελικό 2-1. Εκείνο το γκολ τρέλανε και τον ίδιο τον Αργεντίνο ο οποίος έτρεξε μπροστά σε μία κάμερα της ιταλικής Rai και φώναξε με όλη του τη δύναμη: "Σε αγαπώ Ιρίνα".
Ο βρυχυθμός του λιονταριού της Φιορεντίνα είχε μπει μέσα στα σπίτια όλων των Ιταλών που έβλεπαν live το ματς, με τον ίδιο να εξηγεί την ενέργεια αυτή λέγοντας: "Ήθελα μόνο να μοιραστώ με τη γυναίκα της ζωής μου αυτή τη μαγική στιγμή της καριέρας μου".
Το τρομερό της ιστορίας; Η σινιόρα Μπατιστούτα εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε διακοπές στο Βιαρέτζιο και η τηλεόρασή της ήταν χαλασμένη! Η εκδήλωση αγάπης όμως από την πλευρά του Γκαμπριέλ της μεταφέρθηκε μέσα σε χρόνο dt, με το τηλέφωνό της να μη σταματάει να χτυπάει εκείνο το βράδυ! Η επόμενη σεζόν θεωρείται πρόκληση για τη Φιορεντίνα του Μπατιστούτα (οι δύο έννοιες αυτές είναι ταυτόσημες από τη χρονιά της Serie B και έπειτα) καθώς υπάρχει η συμμετοχή στην Ευρώπη, με τον ιταλικό σύλλογο να αποκλείει τη Μπενφίκα στους "8" και να παίρνει το εισιτήριο για τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου την περίμενε η Μπαρτσελόνα του Ρονάλντο.
Αδύνατο να ξεχάσουν ποτέ τον πρώτο ημιτελικό οι φίλοι της Φιορεντίνα, ειδικά όσοι βρέθηκαν στις εξέδρες του -κατάμεστο υ από 110.000 οπαδούς- "Καμπ Νόου". Και αυτό γιατί ο Μπατιστούτα σημείωσε ένα από τα ομορφότερα γκολ της καριέρας του με μία άπιαστη βολίδα που "ξετίναξε" τα δίχτυα του Βίτορ Μπαΐα, με το 1-1 να κάνει τους Ιταλούς να ονειρεύονται την κούπα! Κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ, με τη Μπαρτσελόνα να επωφελείται από την απουσία του τιμωρημένου Μπατιστούτα στη ρεβάνς και με το 2-0 μέσα στο "Φράνκι" (Φερνάντο Κόουτο και Πεπ Γουαρδιόλα οι σκόρερ) να παίρνει εκείνη το εισιτήριο για τον τελικό, όπου και κατέκτησε τελικά το τρόπαιο με το εύστοχο πέναλτι του Ρονάλντο κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν. Το καλοκαίρι του 1997 ο "Μπάτι" πολιορκείται εκ νέου, με τις Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης να του ασκούν μάλιστα ασφυκτικό πρέσινγκ με καθόλα συμφέρουσες προτάσεις, ωστόσο ο ίδιος δεν "προδίδει" την λατρεία που του έχουν οι οπαδοί της Φιορεντίνα και παραμένει. Η σεζόν 1997-98, με τον Αλμπέρτο Μαλεζάνι πλέον στον πάγκο (διαδέχτηκε τον Ρανιέρι), τον βρίσκει στο τέλος της να μετράει 21 γκολ σε 32 ματς πρωταθλήματος και να οδηγεί τη Φιορεντίνα στην 5η θέση (το καλοκαίρι του 1998 έγινε στο ματς με τη Τζαμάικα ο πρώτος παίκτης με δύο χατ-τρικ σε τελική φάση Μουντιάλ για να ακολουθήσει στα προημιτελικά ο αποκλεισμός για την Αργεντινή από την Ολλανδία), ενώ στα πρώτα 17 ματς της σεζόν 1998-99 έχει ήδη σημειώσει ισάριθμα τέρματα!
Στην τεχνική ηγεσία των "βιόλα" βρίσκεται πλέον ο Τζοβάνι Τραπατόνι και το φινάλε του πρώτου γύρου βρίσκει την ομάδα της Τοσκάνης στην κορυφή της βαθμολογίας, όμως τότε η ατυχία της χτυπάει σαδιστικά την πόρτα καθώς ο Μπατιστούτα τίθεται νοκ-άουτ λόγω τραυματισμού. Ο τίτλος ξεγλιστρά από τους "βιόλα" (μάζεψαν 35 βαθμούς στον πρώτο γύρο και μόλις 21 στον δεύτερο) και αφού περνάει μέσα από τα χέρια της Λάτσιο τελικά καταλήγει στη Μίλαν του Τζακερόνι (με ηγέτη εκείνη τη σεζόν τον Όλιβερ Μπίρχοφ), με την "παρηγοριά" να έρχεται μέσω της 3ης θέσης που οδηγεί στο Champions League. Μετά από οκτώ χρόνια συνεχούς παρουσίας, ο Αργεντίνος ηγέτης εξέφρασε για πρώτη φορά την επιθυμία του να αποχωρήσει το καλοκαίρι του 1999 όμως με τις πιέσεις του Τσέκι Γκόρι και το "ψήσιμο" του Τραπατόνι έμεινε ξανά. Στην 9η και τελευταία σεζόν του στην ομάδα, ο Μπατιστούτα είχε και πάλι εντυπωσιακά νούμερα (23 γκολ σε 30 ματς) παρότι η Φιορεντίνα περιορίστηκε στην 7η θέση του πίνακα, με τους οπαδούς πάντως να έχουν ως ωραιότερη ανάμνηση από αυτή τη σεζόν το μαγικό του γκολ κόντρα στην Άρσεναλ στο "Γουέμπλεϊ" (1-0 για τη Φιορεντίνα) και τις ματσάρες κόντρα στη Μπαρτσελόνα που δυστυχώς δεν έφτασαν για να γίνει η υπέρβαση και να έρθει η πρόκριση στην επόμενη φάση του Champions League.
Το τέλος του 20ου αιώνα σηματοδοτεί και το τέλος εποχής στη Φιορεντίνα. Αρχικά άνοιξε την πόρτα της εξόδου ο Τραπατόνι που ανέλαβε την εθνική Ιταλίας ενώ το πιο βαρύ πλήγμα για τους οπαδούς ήρθε με την είδηση-σοκ της αποχώρησης του Μπατιστούτα. Τα οικονομικά προβλήματα για τη διοίκηση Τσέκι Γκόρι είχαν κάνει σιγά-σιγά την εμφάνισή τους και ο Φράνκο Σένσι έκανε το "κόλπο γκρόσο" προσφέροντας 70 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ήτοι 23,5 εκατομμύρια λίρες, το μεγαλύτερο ποσό που έχει δαπανηθεί στον κόσμο για παίκτη πάνω από 30 ετών!) για να τον πάρει στη Ρόμα. Το εξωπραγματικό αυτό ποσό σε συνδυασμό με την επιθυμία του παίκτη να κυνηγήσει με μεγαλύτερες πιθανότητες ένα πρωτάθλημα που του έλειπε τόσο πολύ έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, και έτσι η μεταγραφή της χρονιάς στο Καμπιονάτο είχε ολοκληρωθεί. Φεύγοντας πάντως από τη Φιορεντίνα ο Μπατιστούτα άφησε μία σημαντική "προίκα", καθώς με τα 168 γκολ του σε 269 ματς έγινε ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών για τους "βιόλα", αφήνοντας στη 2η θέση με 150 γκολ τον θρυλικό Σουηδό Κερτ Χάμριν που έπαιξε στην ομάδα από το 1958 μέχρι το 1967 (εννέα ακριβώς χρόνια όπως ο Μπατιστούτα). Το "Ολίμπικο" έγινε το νέο ποδοσφαιρικό σπίτι του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα για τα τρία επόμενα χρόνια και η ιστορία έδειξε ότι η επιλογή του να μετακομίσει στη δύση της καριέρας του ήταν σωστή. Σχηματίζοντας μία τριπλέτα-φωτιά μαζί με Τότι και Μοντέλα, ο Ρωμαίος "Μπατιγκόλ" είχε μία εξαιρετική πρώτη σεζόν στη Ρώμη και με τα 20 γκολ που σημείωσε στο πρωτάθλημα πανηγύρισε το πρώτο του σκουντέτο που ήταν και πρώτο για τους "τζαλορόσι" μετά το 1983 (τρίτο συνολικά στην ιστορία τους).
Τι έχουν να θυμούνται οι οπαδοί της Ρόμα από τον Μπατιστούτα; Μα φυσικά το γκολ του κόντρα στη Λάτσιο, το χατ-τρικ με τη Μπρέσια, τα δύο γκολ στην Πάρμα αλλά και το τέρμα του κόντρα στη Φιορεντίνα όπου όχι μόνο δεν πανηγύρισε αλλά έβαλε και τα κλάματα. Ουσιαστικά με την πρώτη του σεζόν στη Ρόμα ο Αργεντίνος έκλεισε τον κύκλο του όπως το είχε ονειρευτεί. Από ένας άγνωστος παίκτης σε έναν από τους κορυφαίους στον κόσμο και στην ξεχωριστή λίστα με τους πιο χαρισματικούς μπόμπερ όλων των εποχών στη Serie A (τελείωσε πέντε χρονιές με 20+ τέρματα!). Οι δύο επόμενες σεζόν του στη Ρόμα δεν ήταν εξίσου "δυνατές" (10 γκολ σε 35 ματς στη Serie A) όπως και η τρίτη του συμμετοχή σε τελικά Μουντιάλ με την Αργεντινή (πρόωρος αποκλεισμός στη φάση των ομίλων), για να έρθει τελικά τον Ιανουάριο του 2003 πρόταση από την Ίντερ και να παραχωρείται δανεικός στους "νερατζούρι". Ο Μάσιμο Μοράτι τον ήθελε και παλαιότερα όταν ήταν στη Φιορεντίνα όμως δεν τα είχε καταφέρει: έτσι θέλησε να τον φέρει στην ομάδα του έστω και στη δύση της καριέρας του και με προβλήματα τραυματισμών πιστεύοντας σε αυτόν, με τον Αργεντίνο όμως να μην τον δικαιώνει και να έχει απολογισμό 2 γκολ σε 12 ματς με τους "νερατζούρι". Όσο για τον τελευταίο σταθμό της καριέρας του, αυτός ήταν εκτός Ιταλίας, με τον 34χρονο Αργεντίνο να υπογράφει το 2003 διετές συμβόλαιο με την Αλ-Αράμπι (έναντι 8.000.000 δολαρίων) και να λέει "αντίο" στην ενεργό δράση το 2005 έχοντας σκοράρει 25 γκολ σε 18 ματς.
Ακόμα και στα "γεράματά" του ο "Μπατιγκόλ" δεν ξέχασε την τέχνη του γκολ και οι σεΐχηδες θα πρέπει να αισθάνονται ευλογημένοι που επέλεξε το Κατάρ για να δώσει τις τελευταίες επίσημες ποδοσφαιρικές του παραστάσεις στα 36 του. Μετά το τέλος της καριέρας του ο Μπατιστούτα μετακόμισε με τη σύζυγο και τα παιδιά του στο Περθ της Αυστραλίας και το 2007 επέστρεψε στην Αργεντινή. Από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι τα μέσα του 2013 εργάστηκε ως τεχνικός διευθυντής στην Κολόν και τώρα διοικεί τη δική του κατασκευαστική εταιρία, ενώ το περασμένο καλοκαίρι ολόκληρος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης συγκλονίστηκε με τη συνέντευξη που έδωσε. Σε αυτήν αποκάλυψε μεταξύ άλλων πως εξαιτίας των αφόρητων πόντων που ένιωθε αφότου σταμάτησε το ποδόσφαιρο "δεν μπορούσα καν να σηκωθώ από το κρεβάτι και κατουριόμουν πάνω μου, ζητούσα από το γιατρό μου να μου κόψει τα πόδια". Ευτυχώς τα προβλήματα εκείνα τον εγκατέλειψαν σιγά σιγά και έτσι πριν από λίγες ημέρες όσοι τον είδαν να ανεβαίνει στο πάλκο (κρατώντας τη φανέλα των βιόλα από το ματς του 1999 με την Άρσεναλ!) και να βραβεύεται από τη Φιορεντίνα, σίγουρα καμάρωσαν. Και αυτό γιατί πέρα από την πολυαγαπημένη του γυναίκα Ιρίνα και τα τέσσερα παιδιά του, Τιάγκο, Λούκας, Χοακίν και Σαμέλ, που φούσκωσαν από υπερηφάνεια βλέποντάς τον να μπαίνει στο Hall of Fame, ανάλογη συγκίνηση ένιωσαν και εκατομμύρια φίλαθλοι σε κάθε γωνιά του πλανήτη για τους οποίους ο Μπατιστούτα δεν ήταν ένας συνηθισμένος παίκτης αλλά ο άνθρωπος-γκολ. Ο δικός τους Μπατιγκόλ!
Δημοσιεύτηκε στις 14 Οκτωβρίου, 2014