Ξεκίνησε η σταδιακή διάθεση των αντιγριπικών εμβολίων από τις φαρμακευτικές εταιρείες Vianex και Mylan. Η Mylan θα διαθέσει σταδιακά 570.000 εμβόλια που ήδη υπάρχουν στις αποθήκες της και η Vianex αρχικά 1.000.000 εμβόλια, που επίσης υπάρχουν στις αποθήκες της.
Στόχος είναι οι ποσότητες αυτές, να έχουν παραδοθεί από τις αποθήκες στα φαρμακεία μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου.
Η συνταγογράφηση των αντιγριπικών εμβολίων θα ανοίξει την 1η Οκτωβρίου.
Όπως και την περασμένη χρονιά, η διάθεση θα γίνεται μόνο με ηλεκτρονική συνταγή εκτός των παρακάτω περιπτώσεων:
Α) Ασφαλισμένοι φορέων που δεν έχουν ενταχθεί στο σύστημα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης.
Β) Πολίτες (τουρίστες) από χώρες εκτός Ευρωπαϊκές Ένωσης καθώς και οι Ευρωπαίοι πολίτες που δεν κατέχουν ΕΚΑΑ (Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Ασθένειας).
Γ) Μετανάστες, που για διάφορους λόγους δεν έχουν αποκτήσει ΑΜΚΑ ή Προσωρινό Αριθμό Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού (ΠΑΑΥΠΑ).
Το υπουργείο Υγείας επισημαίνει ότι αναμένεται πως κατά την προσεχή περίοδο γρίπης 2020-2021, ο ιός της γρίπης θα κυκλοφορήσει παράλληλα με τον ιό SARS-CoV-2, που προκαλεί τη νόσο από κορωνοïό-2019 (COVID-19). Αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία απαιτεί την πιο πλήρη εφαρμογή του αντιγριπικού εμβολιασμού κατά την προσεχή περίοδο με προτεραιότητα τον εμβολιασμό ατόμων που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
«Στόχος είναι η μείωση των πιθανοτήτων ταυτόχρονης προσβολής και με τους δύο ιούς, που μπορεί να επιβαρύνει την κατάσταση των ασθενών, καθώς και η μείωση του φόρτου των υπηρεσιών υγείας και ειδικότερα των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν καλύτερα σε μια ενδεχόμενη αυξημένη ζήτηση» αναφέρει χαρακτηριστικά το υπουργείο Υγείας.
Η μέγιστη αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι της γρίπης παρατηρείται σύντομα μετά τον εμβολιασμό και ακολουθείται κατά μέσο όρο από μια μείωση της τάξης του 8% έως 9% κάθε μήνα, με ενδεχομένως ταχύτερη μείωση σε ηλικιωμένα άτομα. Σε παλιότερες αλλά και πιο πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι τα αντισώματα έναντι του ιού της γρίπης μειώνονται κατά το ένα τρίτο εντός τεσσάρων έως πέντε μηνών μετά τον εμβολιασμό. Οι Αμερικανικές κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν ετήσιο εμβολιασμό έναντι της γρίπης για παιδιά και ενήλικες, ο οποίος θα πρέπει ιδανικά να πραγματοποιείται στα τέλη του Οκτώβρη.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό Clinical Infectious Diseases μια καθυστέρηση κατά έναν ή δύο μήνες στον ετήσιο εμβολιασμό μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου κατά 10% έως 20%. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορμομπόκη, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτής της μελέτης.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη προήλθαν από μια βάση δεδομένων στις ΗΠΑ, όπου καταγράφονται ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν λόγω οξείας λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος σε περιόδους έξαρσης της γρίπης κατά τα έτη 2015-16 έως και 2018-19. Στη μελέτη εντάχθηκαν οι ασθενείς οι οποίοι παρουσίασαν βήχα ή απόχρεμψη 10 ημέρες πριν την εισαγωγής τους. Οι ασθενείς που βρέθηκαν θετικοί στο τεστ ανίχνευσης γρίπης συγκρίθηκαν με όσους είχαν αρνητικό τεστ (ομάδα μαρτύρων).
Ως εμβολιασμένοι ορίστηκαν οι ασθενείς οι οποίοι είχαν εμβολιαστεί τουλάχιστον 14 ημέρες πριν εμφανίσουν συμπτώματα γρίπης. Οι ερευνητές ανέλυσαν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε σχέση με την ανάγκη νοσηλείας λόγω γρίπης. Συμπεριλήφθηκαν 3,016 ενήλικες (μέση ηλικία 60 έτη) με γρίπη τύπου Α (Η3Ν2), 1,492 ασθενείς με γρίπη τύπου Α (Η1Ν1) και 1,060 ασθενείς με γρίπη τύπου Β/Yamagata.
Συνολικά, 34% του υπό μελέτη πληθυσμού είχε εμβολιαστεί μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, 77% μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, 92% μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου και 97% μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου.
Τα αποτελέσματα προσαρμόστηκαν λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, η εθνικότητα, η εποχή του χρόνου, το ιστορικό προηγούμενων νοσηλειών και ενδείξεις υποκείμενων νοσημάτων. Η αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου σε σχέση με την ανάγκη νοσηλείας λόγω γρίπης μειώθηκε κατά μέσο όρο 7.5%–8.5% για κάθε 30 μέρες μετά τον εμβολιασμό, ανάλογα με τον τύπο της γρίπης. Τα ευρήματα αυτά ήταν πιο έκδηλα στους ηλικιωμένους ασθενείς, άνω των 65 ετών, με μια μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου κατά μέσο όρο 10.8% για κάθε 30 μέρες μετά τον εμβολιασμό.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι ενδεχόμενη καθυστέρηση στον εμβολιασμό έναντι της γρίπης για ένα ή δύο μήνες μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού κατά 10% έως 20%. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο επαναληπτικού εμβολιασμού 3 έως 4 μήνες μετά την πρώτη δόση ή η κυκλοφορία ενός πιο ενισχυμένου αντιγριπικού εμβολίου με μεγαλύτερη διάρκεια της αντισωματικής απάντησης.
Δεδομένης της μεγάλης νοσηρότητας αλλά και του υψηλού αριθμού θανάτων από γρίπη ετησίως τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να έχουν μεγάλο όφελος για τη δημόσια υγεία. Τέλος, η εμπειρία από τον αντιγριπικό εμβολιασμό μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση και βελτιστοποίηση των στρατηγικών εμβολιασμού έναντι της COVID-19.
Πέρυσι, οι ειδικοί της δημόσιας υγείας ανησυχούσαν βαθιά για την προοπτική της γρίπης και της «διπλής πανδημίας» της COVID-19. Αλλά όπως αποδείχθηκε, η δραστηριότητα της εποχικής γρίπης ήταν ασυνήθιστα χαμηλή. Αυτό πιθανότατα οφειλόταν στον συνδυασμό τήρησης μάσκας, παραγγελιών παραμονής στο σπίτι, μειωμένων ταξιδιών και ατόμων που προσέχουν ιδιαίτερα πράγματα όπως ο αερισμός του εσωτερικού χώρου.
Κανείς δεν γνωρίζει ακόμη τι μας επιφυλλάσει η επερχόμενη περίοδος της γρίπης, ειδικά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών ως προς την χρήση μάσκας και την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: Οι κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία συνεχίζουν να δηλώνουν ότι οποιοσδήποτε ηλικίας 6 μηνών και άνω πρέπει να κάνει το ετήσιο εμβόλιο της γρίπης. Και αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα εμβολιαστούν κατά της γρίπης την ίδια στιγμή που θα λάβουν μια δόση COVID (ή, για μερικούς, την πρώτη τους λήψη του εμβολίου για τον κορονοϊό).
Εάν πληρούμε τα κριτήρια για ένα εμβόλιο COVID, μπορούμε να το κάνουμε ταυτόχρονα με το εμβόλιο της γρίπης, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).
Αυτό ισχύει είτε αν λαμβάνουμε την πρώτη, είτε την δεύτερη δόση από οποιοδήποτε από τα εμβόλια mRNA (Moderna και Pfizer) ή το μονοδοσικό εμβόλιο Johnson & Johnson. Και είναι πολύ πιθανό να ισχύει αν και όταν έρθει η ώρα των ενισχυτικών (τρίτων) δόσεων - αν και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων δεν τις έχει ακόμη εγκρίνει κι αυτές οι ενισχυτικές δόσεις δεν είναι χωρίς αμφισβήτηση.
«Δεν υπάρχει λόγος να μην μπορούμε να λάβουμε και τα δυο ταυτόχρονα. Δεν πρόκειται να εξουδετερώσουν το ένα το άλλο με οποιονδήποτε τρόπο», δηλώνει στην HuffPost ο Καρλ Μίνγκες, κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας στο Πανεπιστήμιο του New Haven. «Τα εμβόλια COVID χρησιμοποιούν έναν πολύ διαφορετικό μηχανισμό για τον εμβολιασμό ενός ατόμου από τον εμβολιασμό της γρίπης».
Στην πραγματικότητα, η Moderna ανακοίνωσε πρόσφατα ότι εργάζεται για την ανάπτυξη κοινού εμβολίου γρίπης και ενισχυτή COVID-19, συνδυάζοντας το υπάρχον εμβόλιο COVID με ένα πειραματικό εμβόλιο γρίπης.
«Η προσέγγιση δύο προς ένα είναι πραγματικά ελκυστική, ειδικά αν αυτή είναι διαθέσιμη σε άτομα που φοβούνται τις βελόνες ή δεν έχουν το χρόνο να πάνε σε ιατρείο ή κλινική ή φαρμακείο για να κάνουν δύο εμβόλια», δηλώνει ο Μίνγκες.
dikaiologitika.gr
Δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου, 2021