Και στον Πόντο, μετά την ακολουθία του Αγιασμού της Παραμονής και την απόλυση, βιαστικά βιαστικά ο παπάς έβγαινε στα σπίτια και στα μαγαζιά τής ενορίας του για να φωτίσει (ν’ αγιάσει). Φορούσε ένα πετραχήλι, έπαιρνε μαζί του ένα σταυρό (σε πολλά μέρη αυτόν με τον οποίο έκανε την τελετή τού αγιασμού και ανήμερα με το Σταυρό τής καταδύσεως), την αγιαστούρα και το βοηθό του, πού κρατούσε το παρχα’τσ’ με τον αγιασμό. Στο χάλκινο εκείνο μικρό σκεύος με τον αγιασμό (’ς σο παρχάτσ’ απέσ’ = στο σικλί μέσα) έριχναν τον όβολό τους οι Χριστιανοί σε κέρματα. Η συνήθεια να ρίχνουν κέρματα «στο κουβαδάκι τού αγιασμού δεν είναι προχειρότητα», λέγει ο Δ.Σ. Λουκάτος, «έχει και σημασία αγιασμού τού ίδιου του χρήματος».
Κατά τη διάρκεια πού φώτιζε σπίτια και σπιτικούς ο παπάς έψαλε το «Εν Ιορδάνη» ή «Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη...»
Σε πολλά σπίτια, εκτός από το φιλοδώρημα, κερνούσαν και τον ιερέα και το συνοδό του. Το φώτισμα συνεχίζονταν και ανήμερα των Φώτων, αν δεν είχε γυρίσει ο παπάς όλα τα σπίτια τής ενορίας του την Παραμονή.
Δημοσιεύτηκε στις 6 Ιανουαρίου, 2017