Ένα βήμα μπροστά προχώρησε η τεχνολογία της εξωσωματικής γονιμοποίησης χάρη στην Κατερίνα Χατζημελετίου, την πρώτη επιστήμονα σε παγκόσμιο επίπεδο που απέδειξε πως η υαλοποίηση, μια σχετικά νέα μέθοδος κατάψυξης εμβρύων, είναι ασφαλής.
Από τα εργαστήρια του ΑΠΘ, η επιστήμονας κατάφερε να αποδείξει πως η μέθοδος της υαλοποίησης δεν επιφέρει βλάβες στη διαίρεση των κυττάρων και άρα αποτελεί μια ασφαλή διαδικασία που επιτρέπει τη γέννηση υγιών παιδιών.
Η Κατερίνα Χατζημελετίου απέκτησε γρήγορα το ψευδώνυμο της επιστήμονα που «πάγωσε τον χρόνο».
«Παγώνεις τον χρόνο γιατί μπορείς να καταψύξεις ένα έμβρυο και μετά από κάποια χρόνια να το επαναφέρεις στη ζωή. Εγώ ουσιαστικά απέδειξα ότι η μέθοδος του παγώματος είναι ασφαλής», δήλωσε μιλώντας στη Voria.gr.
«Ήταν ένα δύσκολο πρότζεκτ καθώς χρειαζόταν μεγάλη εξειδίκευση», ανέφερε προσθέτοντας ότι μόλις τα κατάφερε, ένιωσε ικανοποίηση αλλά και χαρά που η μέθοδος κρίθηκε ασφαλής.
Η υαλοποίηση χρησιμοποιείται συνήθως στην περίπτωση πλεοναζόντων εμβρύων που προκύπτουν από κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης ή σε έμβρυα που υπόκεινται σε βιοψία.
Τα έμβρυα προς υαλοποίηση, αρχικά, εκτίθενται σε μία σειρά κρυοπροστατευτικών διαλυμάτων και μετά τοποθετούνται σε ειδικές παγιέτες/φορείς, που σφραγίζονται ερμητικά και βυθίζονται κατευθείαν σε υγρό άζωτο στους -196°C όπου και αποθηκεύονται σε ειδικά δοχεία φύλαξης.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η υαλοποίηση δεν επηρεάζει την ανάπτυξη των εμβρύων όπως επιβεβαιώνεται από το υψηλό ποσοστό επιβίωσης (92%) και φυσιολογικών μιτωτικών ατράκτων (68.6%). Ωστόσο, οι υαλοποιημένες βλαστοκύστες παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα κυτταροσκελετικών ανωμαλιών σε σχέση με τις φρέσκες, κυρίως λόγω του μηχανικού στρες στο οποίο υπόκεινται τα κύτταρα τους κατά την αφυδάτωση, όταν βρίσκονται στα κρυοπροστατευτικά διαλύματα.
Η συμβολή της κ. Χατζημελετίου ήταν πως απέδειξε ότι το υλικό που χρησιμοποιείται για τη γρήγορη αυτή μέθοδο κατάψυξης παρότι είναι τοξικό, είναι ασφαλές σε κυτταρικό επίπεδο. «Η εφαρμογή αυτή ανοίγει τον δρόμο για να διερευνηθεί η ασφάλεια και άλλων κρυοπροστατευτικών μέσων ή επίσης να διερευνηθεί σε κυτταρικό επίπεδο η ασφάλεια αλλων τεχνικών όπως η βιοψία εμβρύων.
Η Δρ. Χατζημελετίου όταν έκανε το διδακτορικό της είχε πρωτοξεκινήσει να εφαρμόζει κυτταροσκελετική ανάλυση ανθρωπίνων εμβρύων και ήθελε να καταφέρει να εφαρμόσει την τεχνική αυτή και σε κατεψυγμένα έμβρυα ώστε να μπορέσει μάλιστα να κάνει και τη σύγκριση μεταξύ αυτών των δύο. Για το επίτευγμα αυτό διακρίθηκε με το Βραβείο Αριστείας Κλινικο-εργαστηριακού Έργου και Εφαρμογής Καινοτόμων Μεθόδων και Τεχνικών.
Σε ερώτηση για το αν αυτή η ανακάλυψη ανοίγει τον δρόμο ώστε η επιστήμη να φτάσει κάποια στιγμή να καταψύχει ανθρώπους δίνοντας τους έτσι τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη ζωή μετά από 100 χρόνια, η κ. Χατζημελετίου απαντάει αρνητικά. «Κάτι τέτοιο παραμένει ακόμα επιστημονική φαντασία», σημειώνει, εξηγώντας παράλληλα πως είναι πολύ διαφορετικό να καταψύχονται 100 κύτταρα και διαφορετικό ένας ανθρώπινος ιστός.
Μιλώντας για τη βιοηθική, τα ηθικά διλήμματα της επιστήμης της, η κ. Χατζημελετίου σημειώνει πως τα ερωτήματα ξεκινούν όταν ένα ζευγάρι καταψύχει έμβρυα και μετά από 10 χρόνια, που είναι το μέγιστο διάστημα που μπορούν να παραμείνουν κατεψυγμένα, αποφασίσει ότι δεν τα θέλει και επιθυμεί να καταστραφούν.
«Κάποια ζευγάρια αποφασίζουν να δωρίσουν τα έμβρυα σε άλλα ζευγάρια, κάποια να τα δωρίσουν προς έρευνα και κάποια άλλα να τα καταστρέψουν. Η τελευταία περίπτωση εγείρει ηθικά διλήμματα καθώς τα έμβρυα μπορεί να είναι απόλυτα υγιή», τονίζει η δόκτωρ.
Αναφορικά με τη δυνατότητα που έχουν οι επιστήμονες να επιλέξουν αν ένα έμβρυο θα ζήσει ή όχι ανάλογα με το αν είναι υγιές, η κ. Χατζημελετίου αναφέρει: «είναι σαν να είμαστε δύο μικρά χεράκια στη γη που με τη βοήθεια του Θεού δημιουργούν ζωή στο εργαστήριο, κάνουν βιοψία στα έμβρυα και βρίσκουν ποιο είναι το φυσιολογικό έναντι του παθολογικού. Τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα όταν διαλέγεις ένα φυσιολογικό από το παθολογικό και αυτό υπερνικά τα διάφορα ηθικά διλήμματα που μπορεί να προκύπτουν από τις διάφορες διαδικασίες».
Η κ. Χατζημελετίου σπούδασε και εργάστηκε για 14 χρόνια στην Αγγλία.
Όπως λέει ωστόσο, ήταν συνειδητή η απόφαση της επιστροφής γιατί ήθελε να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία της στη χώρα της. «Αν και είναι ωραίο και δελεαστικό το εξωτερικό πάντα μας λείπουν στοιχεία από την Ελλάδα». σημειώνει. Έτσι, όταν έγινε πρόταση να οργανώσει το εργαστήριο προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, δεν δίστασε να δεχθεί και να επιστρέψει πίσω.
Αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η ίδια παραδέχθηκε πως πράγματι το κύριο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλη χρηματοδότηση. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, «όταν ένας επιστήμονας έχει γνώσεις, ξέρει το αντικείμενο και ξέρει να δουλεύει, μπορεί να κάνει την έρευνα του σε όποιο εργαστήριο και να βρίσκεται».
Η ίδια θα συνεχίσει την έρευνα της προσπαθώντας να την επεκτείνει και σε άλλα πεδία συμπεριλαμβανομένων των εμβρυικών βλαστικών κυττάρων.
Πηγή: voria.gr
Δημοσιεύτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου, 2018