Θεοδώρα Τζάκρη: Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση για την Συνταγματική Αναθεώρηση μίλησε σήμερα 12 Φεβρουαρίου 2019 η βουλευτής Πέλλας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θεοδώρα Τζάκρη, η οποία ανέφερε ότι:
«Ήδη από το 2013 έχει καταστεί δυνατή η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την ολοκλήρωση της προηγούμενης ανεπιτυχούς προσπάθειας της ΝΔ που δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες συναινέσεις και επικρατεί πλέον γενικευμένη η πεποίθηση ότι η αναθεώρησή του εκκρεμεί ως ιστορικό ζητούμενο στην πολιτειακή μας ιστορία εδώ και δύο δεκαετίες για δύο κυρίως λόγους: πρώτον διότι η θεσμική μας σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλει ως ιστορική προσαρμογή την συνταγματική αναθεώρηση, εφόσον ουσιαστικά το Σύνταγμά μας έχει συνταχθεί από ένα εθνικό κράτος το οποίο στη συνέχεια εντάχθηκε σε έναν υπέρτερο ευρωπαϊκό θεσμό (ο οποίος μάλιστα υπέστη και εμβάθυνση και διεύρυνση) και ακόμη για κάποιους εξακολουθεί να υφίσταται το ερώτημα αν υπάρχουν ενωσιακές ρυθμίσεις που είναι υπερσυνταγματικής ισχύος, δηλαδή εάν υπάρχουν διατάξεις που να έχουν υπέρτερη τυπική ισχύ από το εθνικό Σύνταγμα και επιστημονικά και πολιτικά θα πρέπει να απαντήσουμε σε ποια έκταση αυτό ισχύει και δεύτερον διότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δοκιμάστηκε από μια έκτακτη οικονομική και δημοσιονομική κρίση που ταλάνισε και ταλανίζει τους πολίτες και δοκίμασε τους θεσμούς και άρα ο έλεγχος των θεσμών, υπό το πρίσμα της κρίσης, που τους δοκίμασε, αποτελεί αναγκαίο πολιτικό πρόταγμα.
Υπό το πρίσμα αυτό λοιπόν κυρίες και κύριοι συνάδελφοι καλούμαστε σήμερα να αποφασίσουμε ποιες πρέπει να είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για μια πετυχημένη συνταγματική αναθεώρηση.
Μια δημοκρατία δυτικού τύπου βρίσκει την πιο αυθεντική και πραγματική της έκφραση στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση και στη νομοθέτηση του κατώτατου μισθού, στην ισότητα αμοιβής ανεξαρτήτως ηλικίας και την αξιοπρεπή διαβίωση για όλους, αλλά και στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και την προστασία της δημοκρατίας καθ’ εαυτήν. Γιατί; Επειδή η οικονομική και κοινωνική κρίση κατέληξε σε πολιτικό εξτρεμισμό και “γραφικοποίηση” της πολιτικής, άρα και σε πλήρη απαξίωσης της πολιτικής ως δημόσιας λειτουργίας.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Αναθεωρητικός Συντακτικός Νομοθέτης στην Ελλάδα του 2019 θα πρέπει να έχει ως κύριο μέλημά του να ανατάξει την αξιοπιστία, το κύρος και την τιμή του πολιτικού συστήματος. Και αυτή είναι μια υπαρξιακής τάξης παρέμβαση για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. Το πολιτικό σύστημα έχει χάσει την επαφή του με την κοινωνία και αυτό μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες για το μέλλον των κοινωνιών. Ο φυσικός χώρος ανάταξης της τραυματισμένης πολιτικής, του τραυματισμένου δημόσιου χώρου, είναι το Σύνταγμα, δηλαδή ο Θεμελιώδης Νόμος που καθορίζει και οργανώνει την αποτελεσματική και δημοκρατική λειτουργία των θεσμών.
Άρα όλες οι επιμέρους προτάσεις παρέμβασης που γίνονται προς αποκατάσταση της τιμής και του κύρους του πολιτικού κόσμου επιχειρήθηκαν στον φυσικό τους χώρο που είναι το Σύνταγμα. Εδώ υπάγεται η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου θα συνεπάγεται αυτοδίκαια κώλυμα τόσο για την υποβολή νέας υποψηφιότητας, όσο και για την εκλογή ως βουλευτή κάθε προσώπου που έχει υπερβεί ήδη το όριο αυτό. Το ύψος της συνολικής βουλευτικής θητείας προτείνεται να είναι τρεις βουλευτικές θητείες, στις οποίες δεν θα υπολογίζονται βουλευτικές περίοδοι μικρότερες των 32 μηνών. Θα μπορούσε έτσι με αυτόν τον τρόπο να παρεμποδιστεί σε κάποιο βαθμό η δημιουργία μιας πολιτικής elit με επαγγελματικά χαρακτηριστικά κλειστής συντεχνίας και μάλιστα σε μια εποχή που η πολιτική έχει ανάγκη αυτούς που δεν έχουν ανάγκη την πολιτική. Μόνο έτσι μπορούν να εξαλειφθούν φαινόμενα οικογενειοκρατίας, διότι στο παλαιό πολιτικό σύστημα δεν έχουμε μεν φαινόμενα μοναρχίας που να στηρίζονται στην κληρονομική διαδοχή, έχουμε όμως πλείστα φαινόμενα κληρονομικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά πέντε οικογένειες τα τελευταία 50 χρόνια δεσπόζουν στην πολιτική ζωή του τόπου, έχοντας αποκτήσει ιδιοκτησιακά σύνδρομα για το κράτος και εναλλάσσουν τα μέλη τους σε κυβερνητικούς ρόλους. Η καθιέρωση επομένως βουλευτικών θητειών βοηθά, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Θα πρέπει να εμπεδωθεί και η εσωκομματική δημοκρατία στα κόμματα.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται επίσης η πρόταση για την κατάργηση της ασυλίας του βουλευτή για τα αδικήματα που τελούνται επ’ ευκαιρία και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων του που τόσο πολύ έχει προκαλέσει την κοινωνία και έχει γίνει στοιχείο κατασυκοφάντησης της πολιτικής από τους λαϊκιστές και έδωσε το πρόσχημα στους λαϊκιστές να συκοφαντούν την πολιτική στους δημοκρατικούς πολίτες.
Εδώ υπάγεται και η διάταξη για αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης Υπουργών που έδινε την αίσθηση -όχι αδίκως- της αδικαιολόγητης προνομιακής ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών σε σχέση με τους απλούς πολίτες και συγχρόνως έδινε την αίσθηση ότι είχε δημιουργηθεί ένας προστατευμένος θύλακας διαφθοράς. Η πρότασή μας για αναθεώρηση του άρθρου 86 καταργεί τη σύντομη αποσβεστική προθεσμία, προβλέποντας ότι για τα εγκλήματα του Υπουργού ισχύει ο χρόνος της παραγραφής του αδικήματος που ισχύει για όλους τους πολίτες.
Όλες τις παραπάνω προτάσεις για την αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν το πολιτικό προσωπικό και την ανάταξη της αξιοπιστίας και του κύρους του πολιτικού συστήματος θα πρέπει να τις δούμε σε συνδυασμό με την συνταγματική πρόνοια για την δημοκρατική ολοκλήρωση του κοινοβουλευτικού και άρα και εκλογικού κύκλου, διότι μόνο τότε εγγυώνται τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), η οποία υπήρξε μέχρι σήμερα ένας εκβιαστικός μηχανισμός για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όπου ψευδεπίγραφα εμφανίζονταν η εκλογή του ΠτΔ ως πολιτειακό ζητούμενο ενώ εν τοις πράγμασι ήταν ένας τρόπος καταστρατήγησης, ένας τρόπος υπονόμευσης, της τετραετούς κυβερνητικής θητείας, που απαιτεί πλέον την επίτευξη αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 του συνόλου των βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες για την εκλογή του ΠτΔ και αν αυτή δεν επιτευχθεί, αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών σε επαναλαμβανόμενες -αν χρειαστεί- ψηφοφορίες μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής και εφόσον σε καμιά ψηφοφορία δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία ο ΠτΔ να εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αποβλέπει αφ’ ενός μεν στο να αποφευχθεί η πρόκληση πρόωρων εκλογών για συγκυριακούς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και αφ’ ετέρου στο να διασφαλιστεί η συναινετική εκλογή ΠτΔ.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται προτάσεις αναθεώρησης όπως η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης να υποβάλλεται μόνο όταν ταυτοχρόνως προτείνεται έτοιμη διάδοχη κατάσταση, ώστε να μην υπάρξει διατάραξη στην κοινοβουλευτική λειτουργία και στην πολιτική τάξη, καθώς και η συνταγματική πρόβλεψη για την καθιέρωση αναλογικότερου εκλογικού συστήματος, η οποία αποτελεί πάγιο ιστορικό και διαχρονικό αίτημα του προοδευτικού κόσμου στην Ελλάδα και στη Δύση, αφού εγγυάται την αντιπροσωπευτικότερη πολιτική και εκλογική έκφραση της κοινωνίας και κυρίως τη δημιουργία πολιτικής κουλτούρας συναίνεσης στα θέματα του εθνικού βίου.
Σε συνδυασμό όλες οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν προτάσεις που διασφαλίζουν την ανάταξη του δημοσίου χώρου που επλήγη καθοριστικά από την έκτακτη οικονομική κρίση που ταλανίζει τους πολίτες τα τελευταία χρόνια και συγχρόνως προτάσεις που αναδεικνύουν ως κύριο ιστορικό ζητούμενο να αντιμετωπιστεί αυτή πιο αποτελεσματικά με την εξασφάλιση πλήρους ομαλού κοινοβουλευτικού και κατά συνέπεια κυβερνητικού κύκλου.
Ο μαξιμαλισμός και η προχειρότητα με την οποία αντιμετώπισε η ΝΔ την Αναθεωρητική Διαδικασία και η νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση προς την οποία πρότεινε να οδηγηθεί το Σύνταγμά μας με την πρότασή της για την συμπερίληψη προτάσεων λογιστικού περιεχομένου στον Θεμελιώδη Νόμο της Πολιτείας και η αρχική της προσέγγιση να τορπιλιστεί όλη η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, από την οποία στην συνέχεια υπαναχώρησε πάλι για λόγους κομματικής σκοπιμότητας αποδεικνύει μάλλον παραγνώριση της σπουδαιότητας της ιστορικής συγκυρίας που διανύουμε που καταλήγει σε έκδηλη πολιτική αμηχανία και έλλειψη ουσιαστικών προτάσεων και θέσεων ως προς τον Θεμελιώδη Χάρτη της χώρας στην πιο κρίσιμη ιστορική καμπή των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά. Η ΝΔ ανάλωσε, ξόδεψε την προηγούμενη αναθεωρητική προσπάθεια το 2008 σε άσκοπες, μικρονομικές ρυθμίσεις που δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Θέλω όμως να κλείσω με μια παρατήρηση νομοτεχνική που έχει όμως ταυτοχρόνως και δικαιοπολιτικό χαρακτήρα. Η προβλεπόμενη από το Σύνταγμά μας ολοκλήρωση της συνταγματικής διαδικασίας σε δύο στάδια, δηλαδή ουσιαστικά από δύο Βουλές, γεγονός που κατατάσσει το Σύνταγμά μας στα «σκληρά Συντάγματα» ιδωμένο ως προς την αναθεωρητική διαδικασία, έχει ερμηνευτικά μία και μόνο νομική και πολιτική λογική:
Να επιβεβαιωθεί αυθεντικά και δεσμευτικά από δύο Βουλές η ιστορικά διαμορφωμένη αναθεωρητική βούληση για τροποποίηση των προς αναθεώρηση διατάξεων με συγκεκριμένο ρυθμιστικό περιεχόμενο.
Αν δεν είναι συγκεκριμένο το ρυθμιστικό περιεχόμενο και η αναθεωρητική διαδικασία αφορά μόνο αριθμούς και τίτλους άρθρων του Συντάγματος είναι πρόδηλο το ενδεχόμενο η προτείνουσα Βουλή να αποφασίζει προς την μια κατεύθυνση και η αναθεωρητική Βουλή προς την αντίθετη.
Αυτό όμως είναι ένα νομικό absurdum και δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, αντιθέτως εκθέτει τον πολιτικό κόσμο και την ίδια την αναθεωρητική διαδικασία, αφού για το ίδιο μείζον συνταγματικό ζήτημα το οποίο μάλιστα τέθηκε και στην κρίση των πολιτών στις εκλογές που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο Βουλών - εμφανίζεται να προτείνονται δύο διαμετρικά αντίθετες ρυθμίσεις.
Επομένως κυρίες και κύριοι βουλευτές η ψηφοφορία που θα ακολουθήσει δεν αφορά προφανώς μόνο τους ενάριθμους τίτλους των προτεινόμενων προς αναθεώρηση διατάξεων, αλλά αφορά κυρίως το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο και την κανονιστική τους κατεύθυνση.
Είναι πλέον ρεαλιστικό να αναμένει κανείς από το πολιτικό μας σύστημα μια συνταγματική αναθεώρηση που θα συνέβαλε στην υπέρβασή του. Από την άλλη πλευρά, τις τάσεις εκφεουδαρχισμού της πολιτικής δεν τις τροφοδοτεί μόνο το Σύνταγμα, αλλά οι πραγματικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αν αυτές μπορέσουν να αναταχθούν, μεταξύ άλλων με την επικράτηση δημοκρατικά οργανωμένων κομμάτων αρχών, με την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού χωρίς κληρονόμους, δοτούς, αγοραστές κ.ο.κ., τότε μια συνταγματική αναθεώρηση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα ερχόταν απλώς να επιβεβαιώσει τον συντελεσμένο στην πράξη εκδημοκρατισμό.
Το ζητούμενο για την κοινωνία μας είναι να αντικαταστήσει τις σημερινές ιεραρχικού-φεουδαρχικού τύπου πελατειακές πυραμίδες με θεσμοποιημένους πολιτικούς οργανισμούς, οι οποίοι θα αντιπροσωπεύουν την κοινωνία έναντι της εξουσίας και όχι το αντίστροφο. Το ζητούμενο είναι ακόμη να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματιών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια - πολιτική από την ιδιωτική - οικονομική εξουσία. Το ζητούμενο τελικά είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των κομμάτων. Αυτό είναι το ζητούμενο της παρούσας συνταγματικής αναθεώρησης».
Δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρουαρίου, 2019