Στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων παραπέμπονται να δικαστούν δύο πρώην πρόεδροι νομαρχιακής επιχείρησης στην Πέλλα για οικονομικές ατασθαλίες που έγιναν στο διάστημα 2005-2009, όπως διαπίστωσαν στον έλεγχό τους οι οικονομικοί επιθεωρητές. Με βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που δημοσιεύτηκε χθες, παραπέμπονται και οι δύο για απιστία στην υπηρεσία και ο ένας και για υπεξαίρεση.
Το πόρισμα που αναφερόταν στην οικονομική κατάσταση της Νομαρχιακής Επιχείρησης Ευρωπαϊκής Ανάπτυξης Πέλλας, που λειτουργούσε και για την εκμετάλλευση του χιονοδρομικού κέντρου, και εκδόθηκε από τους οικονομικούς επιθεωρητές το καλοκαίρι του 2011 ήταν καταπέλτης για όσα συνέβησαν στη θητεία των δύο προέδρων. Όπως περιγράφεται στο βούλευμα, ο ένας πρόεδρος δεν παρέδωσε στον άλλον τα χρήματα της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της παράδοσης, ενώ και ο δεύτερος δεν παρέδωσε στο διάδοχό του. Παράλληλα και για τους δύο περιγράφονται σειρά από ανεξέλεγκτες οικονομικές κινήσεις στη διαχείριση, που είχαν συνέπεια να δημιουργηθεί τρύπα στα οικονομικά της νομαρχιακής επιχείρησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης οι δύο πρόεδροι κατηγορούνται ότι υπεξαίρεσαν στη θητεία τους 87.000 και 530.000 ευρώ αντίστοιχα, όμως ο πρώτος δεν παραπέμπεται για υπεξαίρεση, καθώς το ποσό είναι κάτω από το όριο του κακουργήματος και η πράξη έχει παραγραφεί ως πλημμέλημα. Όμως κατηγορούνται ότι ζημίωσαν την επιχείρηση με 128.000 και 735.000 αντίστοιχα με διάφορες δαπάνες που έκαναν, χωρίς να πληρούνται οι όροι, και γι’ αυτό παραπέμπονται και οι δύο για απιστία.
Μισθοδοσίες σε… πρόχειρα
Οι δύο πρώην πρόεδροι αρνούνται ότι έχουν οποιαδήποτε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία παραπέμπονται σε δίκη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης υποστήριξαν ότι δεν είχαν γνώση οικονομικών και αρμόδια ήταν λογίστρια ιδιωτικού γραφείου, όμως το συμβούλιο έκρινε ότι οι ίδιοι και οι υπάλληλοι της επιχείρησης ήταν αυτοί που διοχέτευαν τα στοιχεία στη λογίστρια.
Ακόμη παρουσίασαν και οι δύο μισθοδοσίες που δεν είχαν καταχωρηθεί σε κανένα επίσημο βιβλίο της επιχείρησης, ο πρώτος ποσού ύψους 131.000 ευρώ και ο δεύτερος περίπου 180.000 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά κρίθηκαν αναξιόπιστα, καθώς τα σημειώματα και οι αποδείξεις δεν ήταν ούτε αριθμημένα ούτε είχαν ημερομηνίες καταβολών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Μακεδονία" την Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016
Δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου, 2016