Πιεζόμενη προφανώς η κυβέρνηση από την τρόϊκα για ακόμη πιο σκληρή εισπρακτική πολιτική, δείχνει να χάνει τον έλεγχο. Σε διάταξη του εφαρμοστικού νόμου προβλέπεται ότι όσοι εκ των φορολογουμένων κέρδισαν μέσω αποδείξεων επιστροφή φόρου που ξεπερνά τα 300 ευρώ θα κληθούν να την δώσουν πίσω. Ποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει ο πολίτης σε μια κυβέρνηση που αναιρεί συνεχώς τον ίδιο της τον εαυτό και αδυνατεί να θέσει όρια στις απαιτήσεις των δανειστών; Ουσιαστικά η επιστροφή του ποσού από συνεπείς πολίτες που εμπιστεύτηκαν τις προτροπές της κυβέρνησης και μάζεψαν πολλές αποδείξεις δεν είναι απλώς ένας ακόμη έκτακτος φόρος αλλά και τιμωρία για εκείνους που ακολούθησαν πιστά τις υποδείξεις του υπουργείου Οικονομικών με στόχο και να ωφεληθούν και να συμβάλουν στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα αν ήδη έχει γίνει εκκαθάριση φόρου και ο φορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου λόγω των αποδείξεων μεγαλύτερη από 300 ευρώ, θα κληθεί να επιστρέψει τα χρήματα για το ποσό που ξεπερνά τα 300 ευρώ. Αυτό θα γίνει μέσω του συμψηφισμού με την έκτακτη εισφορά που επιβάλλεται αναδρομικά για τα εισοδήματα που προέκυψαν το 2010. Η επίμαχη παράγραφος στον εφαρμοστικό νόμο αναφέρει: «Το ποσό του φόρου που εκπίπτει από τον συνολικό φόρο που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα σύμφωνα με τις διατάξεις του όγδοου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 περί αποδείξεων, όπως ισχύει για το οικονομικό έτος 2011, δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογούμενο. Στις περιπτώσεις που έχει γίνει εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011 και έχει συμψηφιστεί φόρος μεγαλύτερος από τριακόσια (300) ευρώ, ο επί πλέον αυτός φόρος βεβαιώνεται με την ειδική εισφορά φυσικών προσώπων σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου». Σε ό,τι αφορά το ποσό των αποδείξεων για την έκπτωση του αφορολόγητου, το ποσό αυξάνεται για την επόμενη φορολογική χρήση από το 10% στο 25%. Η παράγραφος αναφέρει: «Το ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαιτείται να προσκομισθούν, ορίζεται, σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ατομικού εισοδήματος του φορολογουμένου του δηλούμενου και φορολογούμενου σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις και για ποσό εισοδήματος μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Αν το ποσό των προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο πάνω ποσού, τότε επί της διαφοράς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)». πηγή: eklogika.gr
Δημοσιεύτηκε στις 24 Ιουνίου, 2011