Με το βλέμμα στραμμένο στην 11η Μαΐου, οπότε εκδικάζεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) η προσφυγή έξι φορέων της πόλης ενάντια στην απόφαση του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδη Μπαλτά, με την οποία δικαιώνεται η πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης για την in situ διατήρηση των αρχαιοτήτων στο σταθμό του μετρό της Βενιζέλου, βρίσκεται η διοίκηση του Γιάννη Μπουτάρη. Σήμερα η οικονομική επιτροπή, που συνεδριάζει το μεσημέρι υπό την προεδρία του αντιδημάρχου Ανάπτυξης Πέτρου Λεκάκη, καλείται να δώσει την έγκρισή της για την άσκηση παρέμβασης ενώπιον του ΣτΕ υπέρ του κύρους τής εν λόγω απόφασης του υπουργού.
Την εντολή, ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της απόφασης του Αριστείδη Μπαλτά, έδωσε προσωπικά ο Γιάννης Μπουτάρης με σχετικό έγγραφό του προς τη διεύθυνση νομικής υποστήριξης του δήμου Θεσσαλονίκης. Όπως επισημαίνει η διεύθυνση νομικής υποστήριξης του δήμου Θεσσαλονίκης στην εισήγησή της προς την οικονομική επιτροπή, «τυχόν ευδοκίμηση της ένδικης αίτησης θα είχε σοβαρές βλαπτικές συνέπειες για το δήμο Θεσσαλονίκης και την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της πόλης, δεδομένου ότι τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης υπουργικής απόφασης θα είχε ουσιαστικά ως αποτέλεσμα και την ακύρωση και εντέλει τη ματαίωση της πρότασης του δήμου για την αναγκαία κατά χώρα διατήρηση των σημαντικών αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν με την ανασκαφή και τη μετά από εμπεριστατωμένη τεχνική μελέτη του δήμου ανάδειξή τους».
Υπενθυμίζεται ότι με την επίμαχη απόφασή του ο υπουργός Πολιτισμού, έπειτα και από σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), δικαίωσε πλήρως τις θέσεις του δήμου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τις οποίες στο πλαίσιο των έργων κατασκευής του μετρό οι αρχαιότητες που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του σταθμού της Βενιζέλου δεν θα πρέπει να αποσπαστούν, αλλά να διατηρηθούν κατά χώρα. Σύμφωνα με τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί από τη διοίκηση του δήμου Θεσσαλονίκης, η in situ διατήρηση των αρχαιοτήτων κρίνεται αναγκαία για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο και συνίσταται στη διαφύλαξη και την προστασία της αυθεντικότητας αυτού του μοναδικού για την παγκόσμια κληρονομιά μνημειακού συνόλου.
Η προσφυγή και η κόντρα
Η υπόθεση των αρχαιοτήτων στο σταθμό του μετρό της Βενιζέλου έθεσε τη διοίκηση του Γιάννη Μπουτάρη σε ευθεία αντιπαράθεση με κορυφαίους φορείς της πόλης, οι οποίοι στράφηκαν κατά της απόφασης του Αριστείδη Μπαλτά, ζητώντας την ακύρωσή της. Η προσφυγή στο ΣτΕ κατατέθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο από έξι φορείς της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΕΕ/ΤΚΜ), τα επιμελητήρια Εμποροβιομηχανικό, Βιοτεχνικό και Γεωτεχνικό Κεντρικής Μακεδονίας, το Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και τον Εμπορικό Σύλλογο (ΕΣΘ), ενώ την υπογράφουν ακόμη, με την ιδιότητα του πολίτη, οι πρόεδροι του ΤΕΕ/ΤΚΜ Πάρις Μπίλλιας και του ΕΣΘ Παντελής Φιλιππίδης. Οι φορείς υποστηρίζουν ότι η απόφαση Μπαλτά είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, θα έχει ως συνέπεια την κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου, ενώ προσθέτουν ότι η εκ των υστέρων κατάργηση του συγκεκριμένου σταθμού συνεπάγεται τη σημαντική μείωση της χρησιμότητας συνολικά του έργου, αλλά και εκτροχιασμό του χρονοδιαγράμματος (τουλάχιστον τρία χρόνια πρόσθετων εργασιών) και του προϋπολογισμού του (θα απαιτηθούν τεράστια χρηματικά ποσά). Η πρόταση αυτή συζητήθηκε, υποστηρίζουν, χωρίς να κληθούν για συζήτηση ούτε οι φορείς που είχαν συμμετάσχει στις συνεδριάσεις του ΚΑΣ, στη διάρκεια των οποίων προέκυψαν οι γνωμοδοτήσεις για τις προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις.
Η κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες φορείς, καθίσταται απαγορευτική για πέντε λόγους: 1) Οι δύο γειτονικοί σταθμοί (Δημοκρατίας και Αγίας Σοφίας) θα απέχουν μεταξύ τους γύρω στα 1.200 μέτρα (η συνήθης πρακτική διεθνώς για τα κέντρα πόλεων είναι η απόσταση 600 - 1.000 μέτρων). Οι μελέτες καταλήγουν ότι μία τόσο μεγάλη απόσταση απαιτεί υποχρεωτικά κάποιο ενδιάμεσο φρέαρ αερισμού με σχετικές ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις και εξόδους επιβατών για έκτακτες καταστάσεις, βάσει των διεθνών προδιαγραφών ασφαλείας. Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, νέες ανασκαφές στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, άρα νέες καταστροφές αρχαίων. 2) Με την κατάργηση του σταθμού τα 46 ηλεκτρομηχανολογικά και σιδηροδρομικά συστήματα του έργου θα πρέπει να επανασχεδιασθούν ή να τροποποιηθούν. Κατάργηση εκ των υστέρων του σταθμού Βενιζέλου θα φέρει τις χρονικές και οικονομικές επιβαρύνσεις που προαναφέρθηκαν.
Επίσης, 3) με την κατάργηση του σταθμού θα απαιτηθεί η επαναχωροθέτηση των αυτοματοποιημένων λειτουργικών συστημάτων στους παρακείμενους σταθμούς Δημοκρατίας και Αγίας Σοφίας, οι οποίοι θα πρέπει να επανασχεδιασθούν ριζικά. 4) Στο ενδεχόμενο κατάργησης του σταθμού Βενιζέλου η προβλεπόμενη επιβατική του κίνηση θα μεταφερθεί στους σταθμούς Δημοκρατίας και Αγίας Σοφίας. Η πρωινή π.χ. κίνηση του σταθμού, σε ώρες αιχμής, έχει υπολογισθεί γύρω στους 9.000 επιβάτες, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική επέκταση του μετρό προς Καλαμαριά και Σταυρούπολη. Επομένως, οι δύο γειτονικοί σταθμοί θα επιβαρυνθούν σε ώρες αιχμής κατά 4.500 επιβάτες έκαστος, ενώ ουδείς εκ των δύο έχει προδιαγραφές, για να δεχτεί τέτοια αύξηση. 5) Η κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου, που βρίσκεται στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της πόλης, θα μειώσει σημαντικά τη χρησιμότητα του μετρό. Με την κατάργηση δεν θα εξυπηρετείται πλέον μεγάλο τμήμα του κέντρου της πόλης, όπου εκτός του εμπορικού κέντρου υπάρχουν πολυάριθμα υποκαταστήματα τραπεζών, σημαντικά μνημεία και το υπουργείο.
Το ιστορικό των αποφάσεων
Η προηγούμενη απόφαση του ΚΑΣ προέβλεπε απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων, εργασίες για την κατασκευή σταθμού του μετρό στη Βενιζέλου, επανατοποθέτησή τους (ως σύνολο) στο ίδιο σημείο και διαμόρφωση επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Η λύση αυτή είχε κριθεί ως η καταλληλότερη, ώστε και να κατασκευαστεί ο σταθμός και να αναδειχθούν οι αρχαιότητες. Οι επιστήμονες άλλωστε έχουν αποφανθεί ότι είναι αδύνατο να κατασκευαστεί σταθμός παρουσία των αρχαιοτήτων. Οι αποφάσεις του ΚΑΣ, πάντως, για το θέμα, έχουν διαφοροποιηθεί τρεις φορές από το 2012 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2015.
Η υπόθεση του σταθμού Βενιζέλου άνοιξε τον Δεκέμβριο του 2012, όταν η ανασκαφική εργασία έφθασε σε βάθος 6,5 μέτρα κάτω από τη σημερινή Εγνατία και αποκαλύφθηκαν οι αρχαιότητες. Η πρώην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων απευθύνθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού, περιέγραψε τα αποτελέσματα της ανασκαφής και υποστήριξε την ανάγκη εξεύρεσης λύσης με τη διατήρηση των αρχαίων στη θέση τους. Η Αττικό Μετρό εξήγησε ότι είναι αδύνατο να κατασκευαστεί ο σταθμός παρουσία των αρχαίων. Η πρώτη απόφαση του ΚΑΣ επί του θέματος εκδόθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013 και εγκρίνει την απόσπαση των αρχαιοτήτων, την αποδόμηση των τμημάτων που σώζονται αποσπασματικά και τη μεταφορά τους στο πρώην στρατόπεδο «Παύλου Μελά» ή σε «άλλον ανάλογο χώρο» (προϋπόθεση είναι να προηγηθεί η παραχώρηση της έκτασης). Ο τότε αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τζαβάρας στις 24 Ιανουαρίου υπέγραψε υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίνει τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ.
Ένα χρόνο μετά, στις 28 Ιανουαρίου 2014, το ΚΑΣ αλλάζει γνώμη και εγκρίνει την απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων, εργασίες για την κατασκευή σταθμού του μετρό, επανατοποθέτησή τους (στο σύνολο) στο ίδιο σημείο και διαμόρφωση επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Προϋπόθεση ήταν να υπάρξει μελέτη της κατασκευής του σταθμού, στη βάση συνδυασμού δύο προτάσεων που κατατέθηκαν από την Αττικό Μετρό και από το δήμο Θεσσαλονίκης. Έτσι, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Πάνος Παναγιωτόπουλος, στις 24 Φεβρουαρίου 2014 υπέγραψε υπουργική απόφαση στη βάση της γνωμοδότησης του ΚΑΣ.
Το ΚΑΣ στις 16 Δεκεμβρίου 2014 εγκρίνει την κοινής αποδοχής «μελέτη προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων», που ήταν ο συγκερασμός πρότασης του δήμου Θεσσαλονίκης και πρότασης της Αττικό Μετρό. Η μελέτη είναι στη βάση απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015, το ΚΑΣ ακυρώνει την προηγούμενη απόφασή του και γνωμοδοτεί υπέρ της κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων, πρώτον «για λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διαφύλαξη και προστασία της αυθεντικότητας του μοναδικού μνημειακού συνόλου για την παγκόσμια κληρονομιά» και δεύτερον «επειδή η παρέλευση ικανού χρόνου από την ανασκαφή εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ακεραιότητα του μνημείου». Ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς υπέγραψε τον Οκτώβριο του 2015 απόφαση στη βάση της εισήγησης του ΚΑΣ.
Σύμφωνα με τους φορείς που κατέθεσαν την προσφυγή στο ΣτΕ, με την τελευταία απόφαση το υπουργείο προχωρά αιφνιδιαστικά, και με την αποδοχή μιας πρότασης του δήμου Θεσσαλονίκης, στην ανάκληση των προηγούμενων αποφάσεων. Υιοθετεί δε την ακριβώς αντίθετη απόφαση σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα από την αρχή του ζητήματος του μετρό έως σήμερα. Με την απόφαση αυτή, ισχυρίζονται, που ελήφθη με αυθαίρετο τρόπο, ανατρέπεται όλη η πορεία του έργου έως σήμερα, καθιστώντας αβέβαιο πλέον το μέλλον του και το μέλλον των αρχαιοτήτων. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφές ότι έπρεπε να είναι ειδικώς αιτιολογημένη και εξαιτίας της φύσης του θέματος που ρυθμίζει και ως ανακλητική. Όμως, σύμφωνα με τους φορείς, για την εν λόγω απόφαση η αιτιολογία όχι μόνο δεν είναι ειδική, αλλά είναι ανύπαρκτη. Όπως λένε, καμία μελέτη δεν έχει εκπονηθεί, καμία πρόταση δεν έχει προετοιμαστεί και καμία εισήγηση από τους εμπλεκόμενους φορείς δεν έχει υποβληθεί. Οι φορείς υποστηρίζουν ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει κατ' ουσίαν τις προβλέψεις των διεθνών συμβάσεων και της ελληνικής έννομης τάξης.
Πηγή: makthes.gr
Δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου, 2016