Πολύ μελάνι χύθηκε και φαιά ουσία καταναλώθηκε τον τελευταίο χρόνο για το ζήτημα που δημιουργήθηκε με το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. Ως συνήθως ειδικοί και μη, αρμόδιοι και αναρμόδιοι, πότε τεκμηριωμένα και πότε αυθαίρετα, άλλοτε ψύχραιμα και άλλοτε εν θερμώ κατέθεσαν τις απόψεις τους και πήραν θέση. Αυτό κατ’ αρχήν είναι θετικό και δείχνει ένα ενδιαφέρον του κόσμου για την εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύονται για άλλη μια φορά οι παθογένειες και τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν συχνά το διάλογο στον τόπο μας, ακόμη και αν αυτός είναι δημόσιος, ακόμη και αν διεξάγεται μεταξύ επιστημόνων.
Το επιμύθιο αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η απόσυρση του βιβλίου από τα σχολεία, η προσωρινή αντικατάσταση του από το παλιό για την τρέχουσα σχολική χρονιά και η εκ νέου διαδικασία για τη συγγραφή καινούριου βιβλίου. Οι χαμένες διδακτικές ώρες Ιστορίας για τους μαθητές της Στ΄ Δημοτικού αποτελούν παράπλευρες απώλειες αυτής της αντιπαράθεσης.
Είναι όμως η αντιπαράθεση αυτή μια απλή διαφορά αντιλήψεων στη μεθοδολογία που ακολουθείται για τη διδασκαλία της Ιστορίας ως γνωστικό αντικείμενο ή υποκρύπτει μια βαθύτερη διαπάλη για τον τρόπο που μελετούμε το παρελθόν με σκοπό να κατανοήσουμε το παρόν και σε τελική ανάλυση να προβλέψουμε το μέλλον.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 16 παρ. 2) επιτάσσει:
«η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και σκοπό έχει την (…) ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων»
Υπηρετεί το συγκεκριμένο βιβλίο τον παραπάνω σκοπό; Απ’ ότι φαίνεται όχι. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο μεγάλος μας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης: «Διαπιστώνω ότι επιχειρείται η αποδόμηση της ελληνικότητας σε όλη την έκταση και το βάθος της εθνικής μας ζωής. Το βιβλίο ήταν μόνο ένα τμήμα -σημαντικό βεβαίως και κρίσιμο- της αποδόμησης αυτής. Το ιστορικώς αληθές είναι σε κάθε ενδεχόμενο εκείνο που στην περίπτωσή μας ως λαού συνδέεται με την αναζήτηση, την υπεράσπιση και την ανάδειξη της “ελληνικότητας” σε βάθος χρόνου ως θεμέλιο για την ίδια την ύπαρξή μας, εάν φυσικά εξακολουθούμε να θέλουμε να αποκαλούμαστε Έλληνες...».
Θα πρόσθετα μάλιστα πως σε άλλη περίπτωση που μας αφορά, η στρατηγική διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης με όχημα την ιστορία χρησιμοποιείται για τη δημιουργία του Σκοπιανού κρατιδίου με τεχνητή και προδήλως παραποιημένη αρχαία ιστορία.
Εκείνο που διαφαίνεται χαρακτηριστικά σε όλο το βιβλίο είναι μια εργώδης και αγωνιώδης προσπάθεια των συγγραφέων για την εξάλειψη όλων των σημείων τριβής και των σημείων που ¨πονάνε¨ από τα εγχειρίδια Ιστορίας, εν ονόματι μιας θολής φιλίας και κατανόησης μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και άλλων Βαλκανικών λαών. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί εσφαλμένο δρόμο που δεν οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Μόνο η ασφαλής γνώση των γεγονότων, αλλά και οι παραδοχές λαθών από όλες τις μεριές, που οδηγούν σε γνήσια έκφραση συγγνώμης, μπορούν να οδηγήσουν σε άδολη φιλία Ελλήνων, Τούρκων και άλλων Βαλκανικών λαών.
Η ασφαλής πορεία για τη συμφιλίωση είναι: γνώση και αποδοχή γεγονότων – παραδοχή λαθών – έκφραση έμπρακτης συγγνώμης – άδολη φιλία.
Η ιστορία μας συγκροτεί την ιδιοπροσωπία μας και την ιδιότυπη συμβολή μας στον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Όπως κάθε λαός, οι Έλληνες υπερασπιζόμαστε το διαχρονικό μας πρόσωπο ως αναγκαία συνθήκη για τον ισότιμο διάλογο με άλλους λαούς και για τη δημοκρατία.
Η κριτική που υπέστη το βιβλίο από ανθρώπους όλου του πνευματικού αλλά και του πολιτικού φάσματος κατέστησε επιτακτική την απόσυρσή του. Οι βελτιώσεις όποιες και αν έγιναν δεν αρκούσαν να προσδώσουν στο βιβλίο την επιστημονική εγκυρότητα και κυρίως την αίσθηση πως πληροί τον μορφωτικό του ρόλο.
Οφείλω να διευκρινίσω πως είναι μακριά μου κάθε σκέψη για οποιασδήποτε μορφής πνευματικής λογοκρισίας. Είναι άλλο όμως ένα βιβλίο που απευθύνεται στην κρίση της επιλογής ενήλικων αναγνωστών και άλλο ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μαθητές του Δημοτικού έχοντας το προνόμιο του αποκλειστικού συγγράμματος και την αυθεντία που του προσδίδει η χρήση του στην εκπαίδευση.
Οφείλουμε να κάνουμε κτήμα των μαθητών μας την πολύτιμη ιστορική παρακαταθήκη των προγόνων μας. Όχι ως μια στείρα παρελθοντολογία αλλά ως μια δυναμική διαδικασία καταγραφής του παρελθόντος που θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε το παρόν και να προβλέψουμε ή ακόμη καλύτερα να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Αγγελίδης Νικόλαος
Πρόεδρος
Εκπ/κών Α/θμιας Εκπ/σης Γιαννιτσών
Δημοσιεύτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου, 2007