Ο νόμος «νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας» που ψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής και είχα την ευκαιρία να συντονίζω από την θέση της Υφυπουργού Ανάπτυξης αρμόδιας για θέματα Βιομηχανίας, που μου εμπιστεύτηκε μέχρι τον πρόσφατο ανασχηματισμό ο πρωθυπουργός, αποτελεί μια κομβικής σημασίας νομοθετική πρωτοβουλία στην προσπάθεια για υπέρβαση της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που μαστίζει τόσα χρόνια την πατρίδα μας και ένα δύσκολο εγχείρημα ως προς το συντονιστικό του σκέλος, αλλά και ως προς το μελετητικό, γιατί καλύπτει σχεδόν το σύνολο της δημόσιας διοίκησης για το σύνολο των οικονομικών κλάδων.
Βασίζεται στην ορθολογική αναδιάρθρωση και μεταρρύθμιση των διαδικασιών αδειοδότησης και έχει ως βασική επιδίωξή του την βελτίωση του περιβάλλοντος λειτουργίας των επιχειρήσεων μέσα από την μείωση των γραφειοκρατικών βαρών, χωρίς όμως εκπτώσεις στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Έπρεπε να αναμετρηθούμε με μια δαιδαλώδη νομοθεσία, με πλήθος επικαλυπτόμενων κανονιστικών διατάξεων, αλλά και με χρόνιες αναποτελεσματικές διοικητικές πρακτικές και νοσηρές νοοτροπίες εγκατεστημένων συμφερόντων, εχθρικές σε κάθε αλλαγή. Η πίεση του χρόνου ήταν εκ των πραγμάτων μεγάλη γιατί η αντιστροφή της ύφεσης είναι ζητούμενο επιβίωσης για τη χώρα μας. Ένα χρόνο μετά την έναρξη της προσπάθειας μπορώ να πω ότι τα καταφέραμε γιατί ο νόμος που ψηφίσαμε προβλέπει τολμηρές αλλαγές που αλλάζουν ριζικά το χάρτη των αδειοδοτήσεων στη χώρα μας, αφού απαλλάσσουν πάνω από το 85% των οικονομικών δραστηριοτήτων από την υποχρέωση της έκδοσης αδείας και μάλιστα με ελάχιστες εξουσιοδοτικές διατάξεις, μια κοινή υπουργική απόφαση για κάθε κλάδο, ώστε να καταστεί ενεργός αμέσως μετά την ψήφισή του.
Επιτρέψτε να καταθέσω τις παραδοχές που αφορούν στην διάγνωση του προβλήματος στον τομέα των αδειοδοτήσεων στη χώρα μας, αλλά και των προδιαγραφών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η προτεινόμενη λύση.
Ο αφετηριακός ισχυρισμός ως προς την διάγνωση είναι ότι η βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κακών επιλογών στο επίπεδο της μακροοικονομικής διαχείρισης, αλλά είναι κυρίως προϊόν της συστηματικής αποτυχίας μας στο θεσμικό επίπεδο της οργάνωσης του κράτους. Στην καρδιά του ισχυρισμού ότι αυτό που βιώνουμε ως παραγωγική κρίση είναι κρίση διακυβέρνησης, βρίσκεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους. Εκεί έχουμε αποτύχει παταγωδώς να ρυθμίσουμε αποτελεσματικά την παραγωγική δραστηριότητα από την στιγμή της γέννησής της έως τη διακοπή της.
Είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτό ότι το κράτος για να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον οφείλει να παρέμβει και να ρυθμίζει την οικονομική δραστηριότητα. Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους είναι το ελάχιστο που πρέπει αυτό να κάνει ούτως ώστε το δημόσιο συμφέρον να διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα. Η προστασία του καταναλωτή, η προστασία του περιβάλλοντος, η υγιεινή και η ασφάλεια στους χώρους εργασίας, η δημόσια υγεία, η διασφάλιση της τήρησης των συμφωνιών που εθελοντικά συνάπτονται στο πεδίο της οικονομίας, η ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, είναι θέματα που περνούν μέσα από το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Κρίσιμα ζητήματα για τη ζωή των πολιτών και την επιχειρηματική δραστηριότητα που η αποτυχία αποτελεσματικής ρύθμισής τους μεταφράζεται ταυτόχρονα σε αποτυχία διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και μαρασμού της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Η συχνά παρατηρούμενη όμως, όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά σχεδόν σε όλες τις αναπτυγμένες δημοκρατίες, υπερ-ρύθμιση και οι δαιδαλώδεις διοικητικές διαδικασίες γίνεται αποδεκτό ότι οδηγούν σε αδιαφάνεια και διαφθορά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κάποιοι πρότειναν ως λύση την απορρύθμιση και ταύτισαν τη βέλτιστη ρύθμιση με το μικρότερο κράτος. Σήμερα η κυρίαρχη πλέον τάση στη ρυθμιστική πρακτική των ανεπτυγμένων δημοκρατιών είναι η αναζήτηση όχι της λιγότερης, αλλά της αποτελεσματικής επαναρρύθμισης των οικονομικών λειτουργιών, που διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον των κοινωνιών, χωρίς να πνίγει, αλλά αντίθετα να διευκολύνει, τις δημιουργικές επιχειρηματικές δυνάμεις τους να αναπτυχθούν. Σήμερα έχει πλέον κυριαρχήσει ότι το βέλτιστο ρυθμιστικό περιβάλλον και όχι οι φορολογικοί παράδεισοι μπορεί να γίνει το συγκριτικό πλεονέκτημα μιας χώρας για να προσελκύσει πόρους για την ανάπτυξή της.
Συγκεκριμένα, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι ότι το ελληνικό σύστημα αδειοδότησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη διασπορά εμπλεκόμενων φορέων. Δεν αξιοποιούνται σύγχρονα εργαλεία διοίκησης. Καταγράφεται έλλειψη σε υποστηρικτικά συστήματα και σημαντικό έλλειμμα αυτοματοποίησης των διαδικασιών. Η μελέτη που έγινε στην υφιστάμενη κατάσταση έδειξε ότι, σε αντίθεση με προηγμένα συστήματα άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη χώρα μας το υπάρχον σύστημα στηρίζεται υπερβολικά σε εκ των προτέρων διαδικασίες αδειοδότησης, ενώ οι εκ των υστέρων έλεγχοι περιορίζονται σε ευκαιριακούς ελέγχους παραπόνων, χωρίς συγκεκριμένη στόχευση και πλάνο με βάση το πραγματικό ρίσκο που έχει η δραστηριότητα για το δημόσιο συμφέρον.
Ο νέος νόμος επιχειρεί να επιλύσει τις χρόνιες αγκυλώσεις του πλαισίου αδειοδότησης των επιχειρήσεων εισάγοντας νέες έννοιες για την προώθηση του νέου μεταρρυθμιστικού μοντέλου, όπως η γνωστοποίηση. Προτεραιότητα δόθηκε στους τρεις βασικούς τομείς της οικονομίας: τη Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών, τα Καταστήματα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (ΚΥΕ), καθώς και τα Τουριστικά Καταλύματα, λόγω της συνεισφοράς στους στο ΑΕΠ της χώρας και το δυναμικό που έχουν για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με την ίδια μεθοδολογία και νέα νομοθετική πρωτοβουλία θα προχωρήσουμε στην σταδιακή υπαγωγή και νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στο νέο αυτό αδειοδοτικό πλαίσιο.
Θέλω να τονίσω όμως ότι η ψήφιση του νόμου δεν συνεπάγεται και την εφαρμογή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως υπάρχει κι ένα επεξεργασμένο σχέδιο ενεργειών για την υλοποίησή του.
Πρώτη προτεραιότητα μετά την ψήφιση του νόμου αποτελεί η άμεση υλοποίηση με συντονισμένες ενέργειες του νέου πληροφορικού συστήματος που θα υποστηρίξει τη νέα διαδικασία.
Επίσης σχεδιάζεται ένα νέο σύστημα ελέγχων, με την ανάπτυξη ελεγκτικών πρακτικών που βασίζονται στην αξιολόγηση κινδύνου. Τέλος, η εφαρμογή των θεσμικών αλλαγών θα στηριχθεί στην εκπαίδευση του προσωπικού και την ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
Αυτό διαμορφώνει το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η αναθεώρηση της αδειοδότησης – δηλαδή το στάδιο «μετά την υιοθέτηση της μεταρρύθμισης». Εκεί πρέπει να δώσουμε τη μάχη από δω και πέρα και να μην τη χάσουμε. Η χώρα και η υγιής επιχειρηματικότητα δεν έχει άλλες αντοχές στο να υπομένει στο όνομα δήθεν του δημοσίου συμφέροντος παρασιτικές συμπεριφορές εγκατεστημένων μικροσυμφερόντων. Πρέπει να προχωρήσουμε.-
Δημοσιεύτηκε στις 2 Δεκεμβρίου, 2016