Με εξωδικαστική ρύθμιση θα μπορούν οι επιχειρήσεις να τακτοποιούν τα χρέη τους προς Ταμεία, εφορία και τράπεζες, εφόσον το ποσό υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ και η εξόφλησή του παρουσιάζει τουλάχιστον τρίμηνη καθυστέρηση ή έχει υπαχθεί σε ρύθμιση από τον Ιούνιο του 2016 και μετά.
Η πρόβλεψη αφορά σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και περιέχεται στο νομοσχέδιο που έχει επεξεργαστεί το υπουργείο Οικονομίας και το οποίο αποτελεί αντικείμενο εξαντλητικών διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς τους τελευταίους μήνες, όπως αποκαλύπτει η Καθημερινή.
Στόχος, να βρεθεί ουσιαστική φόρμουλα για τη συνολική ρύθμιση των χρεών τόσο προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία όσο και προς τις τράπεζες από επιχειρήσεις που κρίνονται βιώσιμες και μπορούν να διασωθούν, ενώ η υπαγωγή στην διαδικασία θα γίνεται με πρωτοβουλία του ίδιου του οφειλέτη, των τραπεζών, αλλά και του Δημοσίου. Εξαιρούνται οι οφειλές που είναι συγκεντρωμένες σε ποσοστό άνω του 85% σε έναν πιστωτή. Η ρύθμιση των χρεών βασίζεται στην πρόταση που θα κάνει ο οφειλέτης προς τους πιστωτές του ή στις αντιπροτάσεις που θα κάνουν οι πιστωτές, με βάση τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης ή του ενδιαφερόμενου επαγγελματία. Αν και στη διαδικασία δεν αναφέρεται ρητά η έννοια της διαγραφής οφειλής, αυτό είναι το προφανές βήμα προκειμένου να βρεθεί μια κοινή λύση που θα διασώζει την επιχείρηση από τη χρεοκοπία και αντίστοιχα θα διασφαλίζει τους πιστωτές για τις απαιτήσεις τους, οι οποίες μέσα από την όλη ρύθμιση θα πρέπει να ικανοποιηθούν τουλάχιστον στο όριο του τιμήματος που θα εισέπρατταν εάν η επιχείρηση οδηγούνταν σε ρευστοποίηση.
Η ασυλία
Η προοπτική «κουρέματος» της οφειλής, που ανοίγεται μέσα από την εξωδικαστική διαδικασία είτε για οφειλές προς τις τράπεζες είτε για οφειλές προς το Δημόσιο, είναι και ο λόγος για τον οποίο το νομοσχέδιο περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την προστασία των εκπροσώπων του Δημοσίου και των τραπεζών. Πρόκειται για την αναμενόμενη περί ασυλίας διάταξη, η οποία ορίζει ότι «όσοι από τον νόμο ή από δικαιοπραξία έχουν την επιμέλεια ή τη διαχείριση δημόσιας ή πιστωτικού ιδρύματος περιουσίας δεν υπέχουν ποινική ή αστική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες τέλεσαν για την εξυπηρέτηση της αναδιάρθρωσης ή διαγραφής χρεών κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, εφόσον αυτές ήταν σύμφωνες με τις προβλεπόμενες στον νόμο διαδικασίες και τα καταστατικά των νομικών προσώπων που εκπροσωπούσαν». Ειδικά για τα τραπεζικά στελέχη θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις της μη παραβίασης των κανονιστικών πράξεων της ΤτΕ και να υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων της τράπεζας που κρίνουν αιτιολογημένα ότι προβλέπεται ανέφικτη η είσπραξη του συνόλου της απαίτησης.
Η αίτηση για την υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό θα υποβάλλεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα δημιουργηθεί στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους (ΕΓΔΙΧ), ενώ μέχρι να δημιουργηθεί η εφαρμογή οι αιτήσεις θα υποβάλλονται σε έντυπη και ψηφιακή μορφή στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων. Επιλέξιμοι για να ενταχθούν στη διαδικασία είναι οι επαγγελματίες που τηρούν απλογραφικό σύστημα και έχουν θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων σε μία τουλάχιστον από τις τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης ή εφόσον τηρούν διπλογραφικό σύστημα, έχουν τουλάχιστον σε μία από τις τρεις τελευταίες χρήσεις θετικό αποτέλεσμα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση.
Τη διαδικασία –μετά την υποβολή της αίτησης– αναλαμβάνει να εκκινήσει ο συντονιστής, που ορίζεται από την ΕΓΔΙΧ και ο οποίος με τη συμφωνία του ενός πέμπτου των πιστωτών καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη εντός πέντε ημερών να διορίσουν έναν εμπειρογνώμονα που θα εκπονήσει έκθεση βιωσιμότητας του οφειλέτη ή ανάλογο σχέδιο αναδιάρθρωσης των οφειλών, εφόσον συμφωνηθεί κάτι τέτοιο.
Πρόταση του οφειλέτη
Σε περίπτωση που δεν συμφωνηθεί ο διορισμός εμπειρογνώμονα, τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται μέσα σε ένα μήνα να πάρουν θέση επί της πρότασης που κάνει ο ίδιος ο οφειλέτης για τη ρύθμιση της οφειλής του. Οι πιστωτές που συμμετέχουν στη διαδικασία καλούνται να αντιπροτείνουν εναλλακτική πρόταση ρύθμισης των οφειλών, ενώ, σε περίπτωση που η υπόθεση έχει ανατεθεί σε εμπειρογνώμονα, η όλη διαδικασία για την αποδοχή ή όχι του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα πρέπει να οριστικοποιηθεί εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση του σχεδίου. Η απόφαση για τη ρύθμιση των οφειλών υποβάλλεται προς έγκριση στο πολυμελές πρωτοδικείο και από την ημερομηνία αυτή αναστέλλονται όλα τα μέτρα ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για απαιτήσεις που έχουν υπάρξει πριν από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή στην εξωδικαστική διαδικασία.
Η απόφαση επικύρωσης από το δικαστήριο θα αφορά το σύνολο των απαιτήσεων του οφειλέτη που ρυθμίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και δεσμεύει τον οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών, ανεξαρτήτως συμμετοχής τους στη διαπραγμάτευση ή στη σύμβαση αναδιάρθρωσης των οφειλών, καθώς αποτελεί «τίτλο εκτελεστό».
Τι ισχύει για χρέη προς το Δημόσιο, πότε ακυρώνεται η συμφωνία
Η ρύθμιση προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη, καθώς και πλειοψηφία τριών πέμπτων των συμμετεχόντων οφειλετών, αλλά των δύο πέμπτων αυτών που έχουν ειδικό προνόμιο. Οποιοσδήποτε από τους πιστωτές έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας, εάν ο οφειλέτης καθυστερήσει να πληρώσει το ποσό που αντιστοιχεί σε δόσεις τριών μηνών. Με την ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης αναβιώνουν και οι απαιτήσεις.
Πιο αυστηρό είναι το Δημόσιο σε ό,τι αφορά τη μη τήρηση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, που μπορεί να ακυρωθεί εάν ο φορολογούμενος παραλείψει να υποβάλει επί τριμήνου τις δηλώσεις εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή να εξοφλήσει, να τακτοποιήσει ή να ρυθμίσει τις οφειλές του προς τη φορολογική διοίκηση ή αυτές που εισπράττονται υπέρ τρίτων και βεβαιώθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου του 2016.
Ρητά πάντως στο νομοσχέδιο προβλέπεται –θέμα που είναι ακόμη αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς– ότι δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής από ΦΠΑ, παρακρατούμενους φόρους και ποσά από καταπτώσεις εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί σε δάνεια με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Το νομοσχέδιο ορίζει σαφώς ότι η αποπληρωμή των οφειλών προς το Δημόσιο στο πλαίσιο της συμφωνίας αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να γίνει σε περισσότερες από 120 δόσεις, με εξαίρεση τις οφειλές που είναι άνω των 2 εκατ. ευρώ και οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν έως 180 δόσεις και υπό την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο επιβάλλεται από τη συνολική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και δεν ξεπερνά τη διάρκεια αποπληρωμής οφειλών προς τους άλλους πιστωτές με μεγαλύτερη απαίτηση από αυτή του Δημοσίου. Η ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο θα γίνεται επίσης υποχρεωτικά με τμηματικές μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορούν να είναι μικρότερες των 50 ευρώ. Το νομοσχέδιο δίνει επίσης τη δυνατότητα να ενταχθούν στην εξωδικαστική διαδικασία και οι οφειλές προς το Δημόσιο που έχουν ρυθμιστεί στο πλαίσιο του νόμου 4305/2014 και 4321/2015. Προϋπόθεση είναι να διαπιστωθεί ότι η τήρησή τους καθίσταται αδύνατη, από τη συνολική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και την αναδιάρθρωση των οφειλών των υπολοίπων πιστωτών, χωρίς αυτοί να περιέρχονται σε χειρότερη θέση από αυτή που θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Για οφειλέτες με συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο μέχρι 20.000 ευρώ ισχύει το εξής:
• Για βασικές οφειλές έως 3.000 ευρώ, η αποπληρωμή θα γίνεται σε έως 36 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη δόση τα 50 ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής.
• Για βασικές οφειλές άνω των 3.001 ευρώ, η αποπληρωμή θα γίνεται σε έως 120 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη δόση 50 ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής.
Επίσης η διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο θα γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, δηλαδή από την παλαιότερη προς τη νεότερη οφειλή. Με δεδομένους πάντως όλους αυτούς τους περιορισμούς, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εφόσον τηρούνται οι παραπάνω κανόνες, το Δημόσιο δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των συμμετεχόντων πιστωτών. Οι παραπάνω περιορισμοί εφαρμόζονται και για τις οφειλές υπέρ τρίτων, που βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη φορολογική διοίκηση.
Οι περιορισμοί σε σχέση με τους παρακρατούμενους φόρους ισχύουν και για τις εισφορές των εργαζομένων προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, η διαγραφή των οποίων δεν επιτρέπεται. Ειδική διάταξη δίνει πάντως τη δυνατότητα εφαρμογής αυτών των ρυθμίσεων και σε άλλες περιπτώσεις οφειλετών προς το Δημόσιο. Συγκεκριμένα ορίζει ότι το ελληνικό Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, έπειτα από αίτηση οφειλετών, μπορούν να προτείνουν ανάλογες ρυθμίσεις οφειλών με αυτές που αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, ακόμα και για τους οφειλέτες που δεν υπάγονται στον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Δημοσιεύτηκε στις 27 Ιανουαρίου, 2017