«Η φιλοξενία», που σημαίνει “αγάπη για τους ξένους”, δεν είναι μόνο μία λέξη, αλλά τρόπος ζωής στην Ελλάδα -μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα της φιλοξενίας που εκδηλώνεται, πιο απλά, ως προσφορά των τροφίμων».
Αυτά είναι τα λόγια που επιλέγει η Orla Thomas από το Lonely Planet για να περιγράψει την αντιμετώπιση που είχε ως τουρίστρια στην χώρα μας, όχι όμως σε κάποιο δημοφιλές νησί, αλλά στα Ζαγοροχώρια όπου βρέθηκε για να εξερευνήσει όλα τα μονοπάτια της περιοχής και να περιγράψει την εμπειρία της για όσους είναι λάτρεις της πεζοπορίας.
Στο Καπέσοβο, στο καφενείο της Έλλης Παπαγεωργίου, η Thomas παίρνει μία πρώτη ιδέα για τους κατοίκους. Στο καφενείο, η ιδιοκτήτρια γεμίζει το τραπέζι της με χυμό κεράσι, λουκάνικο κομμένο σε ροδέλες, μεγάλες πράσινες ελιές, ψωμί με σκόρδο και ντομάτα και κεκάκια βουτηγμένα στο σιρόπι θέλοντας να τους γεμίσει με ενέργεια για τον μακρύ δρόμο που θα ακολουθήσουν. Οι διαδρομές τους δεν θα διαφέρουν πολύ από αυτές που έκαναν στο παρελθόν οι κάτοικοι των 46 πετρόχτιστων χωριών του Ζαγορίου, οι οποίοι για αιώνες χρησιμοποιούσαν τα στενά μονοπάτια της περιοχής.
Η θέση Μπελόη που χαρίζει την πιο μοναδική και ξεχωριστή θέα στο φαράγγι του Βίκου ήταν ο τελικός προορισμός. Η πεζοπορία ξεκίνησε από το Καπέσοβο και συνέχισε προς το Βραδετό. Η Thomas χρησιμοποιεί τη λέξη «αποκάλυψη» για να περιγράψει το μέγεθος της ομορφιάς που αντίκρισε.
Πίσω στο Καπέσοβο, οι ετοιμασίες για τον εορτασμό του Προφήτη Ηλία έχουν ήδη ξεκινήσει. «Μια ψησταριά που έχει στηθεί κάτω από έναν θόλο αμπελιών είναι φορτωμένη με κεμπάπ, γεμίζοντας τον αέρα με καπνό και με τη μυρωδιά του αρνιού που ψήνεται πάνω στα κάρβουνα. Οι μεγάλοι συζητούν πίνοντας μπύρες “Μύθος”, ενώ τα παιδιά παίζουν κυνηγητό γύρω από την πλατεία», περιγράφει η Thomas.
Το επόμενο πρωί ένα νέο ταξίδι ξεκινάει με προορισμό το Μονοδένδρι. Η δημοσιογράφος εντυπωσιασμένη περιγράφει τις ομορφιές του τοπίου που συναντά και αφήνει πίσω της μέχρι να φτάσει στον Βοϊδομάτη. Εκεί η πέτρινη γέφυρα Κοντοδήμου υψώνεται μπροστά της, μία από 91 που υπάρχουν από τον 18ο και 19 αιώνα στην περιοχή, και αποτελεί την τέλεια αφορμή για να αφηγηθεί την ιστορία του τόπου και τον λόγο για τον οποίο τα Ζαγοροχώρια ήταν σε πιο ευνοϊκή θέση κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Τα Ζαγοροχώρια τα προστάτευε το ότι ήταν απομακρυσμένα», αναφέρει, ενώ δεν παραλείπει να σχολιάσει ότι «οι ντόπιοι μεγάλωσαν σε ευημερία, διαθέτοντας λίγο από τον πλούτο τους στα ωραία πέτρινα κτίρια που εξακολουθούν να στέκονται ακόμα στα χωριά σήμερα».
Στη διαδρομή περνάει από το Κουκούλι και τη Βίτσα, όπου οι κάτοικοι απολαμβάνουν τον καφέ τους, μέχρι το Μονοδένδρι όμως η ώρα έχει περάσει και ο καφές έδωσε τη θέση του στις μπύρες.
Από το Μονοδένδρι, το μονοπάτι που οδηγεί στις όχθες του ποταμού εντυπωσιάζει την Thomas που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την πλούσια βλάστηση. Στην πηγή του Βοϊδομάτη, που ακόμα και τις ζεστές μέρες είναι πάντα κρύα, η Thomas δεν μπορεί να αντισταθεί και σε αντίθεση με τους δύο τουρίστες που βρίσκει στο σημείο, εκείνη δεν βυθίζει μόνο τα πόδια της στο νερό, αλλά ολόκληρο το σώμα της.
Επόμενος σταθμός, το Μεγάλο Πάπιγκο, το εντυπωσιακό χωριό. Και εκεί τυγχάνει θερμής υποδοχής με έναν Σαρακατσάνο, τον Τάσο Τσουμάνη, που ζει 25 χρόνια εκεί, να την καλεί στο σπίτι του. Είναι της Αγίας Παρασκευής και με εορταστική διάθεση μία παρέα φίλων έχει συγκεντρωθεί στην αυλή. Ο Τάσος Τσουμάνης της μιλάει για τις παραδόσεις τους. «Αν και οι Σαρακατσάνοι μετακινούνται για βοσκή, τα είναι βουνά είναι που θεωρούν σπίτια τους», της λέει.
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ξεκίνησαν το τρέξιμο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης», λέει στη δημοσιογράφο του Lonley Planet ένας Έλληνας που συναντά, ο Θανάσης Ζαφειρόπουλος. Το διάστημα εκείνο διοργανωνόταν αγώνες δρόμου στο Ζαγόρι. «Τρέχουν στα βουνά και προσπαθούν να ξεφύγουν από την τρέλα», συνεχίζει ενώ της δείχνει τη θέα από το σημείο, με το καταπράσινο τοπίο και τα πέτρινα διάσπαρτα σπιτάκια σε αυτό με τη Thomas να κάνει λόγο για απαράμιλλη γαλήνη στο άρθρο της.
Στο καταφύγιο σερβίρεται ένα απλό γεύμα, μία σούπα με ψωμί και ομελέτες, ενώ όλοι συζητούν για τον επόμενο προορισμό τους. Κάποιοι θα πάνε στην υψηλότερη κορυφή στην Γκαμήλα με υψόμετρο 2,497 μέτρα, ενώ άλλοι θα κατευθυνθούν προς τη Δρακολίμνη. Η πρόσβαση εκεί γίνεται μέσα από τοπία «φανταστικά», στα οποία οι πεζοπόροι που πέρασαν φροντίζουν να γράψουν σε διάφορα σημεία το όνομά τους, σημάδι ότι πέρασαν από εκεί.
«Μοιάζει με ένα μέρος που δεν δημιουργήθηκε από άνθρωπο, αλλά από κάποια ανώτερη δύναμη που χώρισε τους ουρανούς και τοποθέτησε λίγα κτίρια στην κορυφή των στύλων από βράχο», γράφει η Thomas για τα Μετέωρα, και συνεχίζει με την ιστορία της περιοχής.
Τα Μετέωρα είναι «ένα από τα καλύτερα μέρη στον κόσμο» για ορειβασία, λέει ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει ότι τα μοναστήρια και ειδικά το Μεγάλο Μετέωρο που χρειάστηκε 200 χρόνια για να ολοκληρωθεί, δημιουργήθηκαν χωρίς κανένα από τους σύγχρονους εξοπλισμούς ασφαλείας.
«Οι αδελφοί του Μεγάλου Μετεώρου είναι μυστηριώδεις φιγούρες, οι σκούρες στολές του, τα μακριά γένια του και τα κυλινδρικά καπέλα τους φαίνονται μόνο φευγαλέα καθώς διασχίζουν την αυλή η εξαφανίζονται πίσω από βαριές ξύλινες πόρτες», γράφει η Τhomas θέλοντας να δώσει μία εικόνα του μοναχισμού.
«Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η ύπαρξή μας πρέπει να είναι πολύ βαρετή, αλλά υπάρχει πολλή χάρη και ικανοποίηση σε μια ειρηνική ζωή», λέει μια μοναχή της Μονής Αγίου Στεφάνου, ενώ επιδεικνύει τα χρυσοστολισμένο παρεκκλήσι. «Αυτό το μέρος χτίστηκε πέτρα πέτρα, μπορείς να το φανταστείς;», λέει στη δημοσιογράφο.
Φωτογραφίες: © Justin Foulkes / Lonely Planet
Δημοσιεύτηκε στις 1 Ιουλίου, 2016