Εμπνευσμένοι άνθρωποι, πανάξιοι και μερακλήδες τεχνίτες, 47 μοναδικά χωριά που η ιστορία τους εξακολουθεί να γράφεται πάνω στην πέτρα.
Στους Καλαρρύτες βάφουν τον Επιτάφιο μπλε. Ακούγεται αλλοπρόσαλλο, αλλά σκούρα μπλε απόχρωση έχουν και τα μάτια της κατσίκας της κυρίας Βούλας στην Τσόπελα. Η αυλή του παλιού τριώροφου σχολείου στο Συρράκο στεγάζει πια ένα καφέ. Στο Βουργαρέλι, αλλοτινό κεφαλοχώρι μπέηδων και κτηνοτρόφων, η πόρτα του αρχηγείου του Ναπολέοντα Ζέρβα μπορεί να είναι χορταριασμένη, όμως από τα παράθυρά της κρέμονται ακόμα κουρτίνες. Σε καφενείο στα Πράμαντα, ο Γιώργος Μπέκας, πετράς και μακρινός συγγενής του πρωτομάστορα της Πλάκας, δαγκώνει την πίπα του και ύστερα βγάζει τον καπνό μέσα από τη χαοτική γενιάδα του. Στην Κυψέλη, το Μουσείο Παντελή Καραλή είναι ασφυκτικά γεμάτο από εκθέματα μιας εποχής όπου το γύφτικο κλειδί, η βαντιέρα και η μπούγλα μιας οκάς για το λάδι ήταν αντικείμενα της καθημερινότητας και όχι λέξεις των οποίων τη σημασία ψάχνουμε στο λεξικό. Στον Άραχθο ένας οδηγός ποταμού, βλέποντάς με πάνω στη γέφυρα να τον κοιτάζω μέσα στη -γεμάτη κωπηλάτες- φουσκωτή βάρκα του, φωνάζει: «Πέσε, Ελευθερία, πέσε...». Δεν πέφτω με τίποτα, παρότι ο Άραχθος είναι από τα πιο θελκτικά ποτάμια που έχω δει. Έχει ένα ανοιχτό γαλακτερό πράσινο χρώμα, σαν σμαράγδι.
Το ταξίδι μας στα Τζουμέρκα είναι σύντομο, αλλά απίστευτα πλούσιο. Τσόπελα, Πράμαντα, Μιχαλίτσι, Κτιστάδες, Ραφταναίοι, Αμπελοχώρι, Άγναντα, Καταρράκτης, Μελισσουργοί, Ματσούκι, Καλαρρύτες, Συρράκο, Κυψέλη, Βουργαρέλι, Θεοδώριανα. Αυτά είναι τα χωριά και οι οικισμοί που είδαμε μέσα σε λίγες μέρες και είναι και πολλά ακόμα αυτά που δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε, αφού η περιοχή δεν εξαντλείται σε μία και μόνη φορά. Τα Τζουμέρκα (ή Αθαμανικά όρη, από τους αρχαίους Αθαμάνες) είναι μια οροσειρά της δυτικής Ελλάδας που αποτελεί κομμάτι της Πίνδου. Τα χωριά της περιοχής, γνωστά και ως Τζουμερκοχώρια, υπολογίζονται σε 47 (και ανήκουν στους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας). Και παρόλο που το καθένα έχει τον δικό του χαρακτήρα, υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία που τα δένουν ως μέλη της ίδιας οικογένειας: η πλατεία με τον πλάτανο, τα πέτρινα κτίσματα, η κεντρική εκκλησία.
Άλλο μεγαλύτερο, άλλο μικρότερο, τα Τζουμερκοχώρια είναι ήρεμα -αθόρυβα πολλές φορές-, αφού ορισμένα έχουν λίγους μόνιμους κατοίκους. Από τουριστικής άποψης, τα πιο γνωστά είναι μάλλον οι Καλαρρύτες και το Συρράκο, δύο διατηρητέα, πέτρινα και πολύ όμορφα χωριά που δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους, όμως πρέπει κανείς να διανύσει με το αυτοκίνητο γύρω στα 24 χιλιόμετρα και να ξοδέψει κάτι λιγότερο από μία ώρα για να πάει από το ένα στο άλλο (εναλλακτικά, τα συνδέει ένα πεζοπορικό μονοπάτι). Τέτοιου τύπου «ανατροπές» και καθυστερήσεις, που κάνουν το φαινομενικά εύκολο στην πράξη να είναι δύσκολο, συναντάμε συνεχώς στο ταξίδι μας. Και είναι λογικό, αφού σε ένα τόσο ορεινό τοπίο οι δρόμοι είναι γεμάτοι στροφές, συχνά έχουν πέτρες που έπεσαν από τις κατολισθήσεις, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που η άσφαλτος έχει «σκάσει» κατά τόπους (γι' αυτό η οδήγηση θέλει λίγη προσοχή).
Ως βέρα Ηπειρώτισσα, η περιοχή των Τζουμέρκων έχει και αρκετά γεφύρια, από το μικρό Νεραϊδογέφυρο και τις γέφυρες του Γκόγκου, του Παπαστάθη και της Πολιτσάς μέχρι τη θεόρατη Πλάκα, το τεράστιο μονότοξο γεφύρι του Αράχθου, του ποταμού δηλαδή που για ένα διάστημα αποτέλεσε φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την οθωμανική αυτοκρατορία. Το γεφύρι της Πλάκας έπεσε το χειμώνα του 2015, μετά από μεγάλη κακοκαιρία. Σήμερα και μέχρι να αναστηλωθεί, όπως λέγεται ότι θα γίνει, το μόνο που υπάρχει είναι μια τρύπα που χάσκει και μερικά ογκώδη θραύσματα, μισοβουλιαγμένα μέσα στο ποτάμι. Παρ' όλα αυτά, το μέρος όπου βρισκόταν το ιστορικό γεφύρι είναι ακόμα πολύ ωραίο, με το πάλαι ποτέ τελωνείο από την πλευρά της Ελλάδας να έχει μετατραπεί σε καφέ.
ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
Πέρα από τα χωριά και τα πετρογέφυρα, τα Τζουμέρκα ξεχωρίζουν για το φυσικό τους τοπίο (με τις κοφτερές κορυφογραμμές, τους παγωμένους καταρράκτες, τα ποτάμια, τις χαράδρες, τις καταπράσινες διαδρομές και τις ανθισμένες κουτσουπιές με το ροζ ανθάκι, που ένας ντόπιος -και φίλος πια- μου δίνει να δοκιμάσω για πρωινό μεζέ) αλλά και για τα χίλια δυο θρησκευτικά μνημεία (όπως είναι η Κόκκινη Εκκλησιά, η Μονή Βύλιζας ή η απίστευτη Μονή Κηπίνας, που δεν έχει... αποφασίσει αν είναι κτίριο ή βράχος). Ισως να μην το περιμένει κανείς, αλλά τα Τζουμέρκα έχουν και την εκβιομηχανισμένη πλευρά τους: στο χωριό Θεοδώριανα, στα 1.000 μ. υψόμετρο, λειτουργεί το εργοστάσιο εμφιάλωσης νερού «Πηγές της Κωστηλάτας», που διανέμει το προϊόν του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στη σύντομη ξενάγησή μας παρακολουθούμε την αυτοματοποιημένη διαδικασία εμφιάλωσης, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά όση ώρα βρισκόμαστε εκεί, θυμίζοντας σεκάνς από βουβή ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν: η μηχανή τροφοδοτείται με προπλάσματα που προθερμαίνονται, φουσκώνουν και γεμίζουν νερό, τοποθετείται το καπάκι, ακολουθεί η ετικέτα, συσκευάζονται, έτοιμα.
Αλλά εμένα περισσότερη εντύπωση από όλα μου κάνουν οι άνθρωποι που γνωρίζουμε στη διάρκεια του οδοιπορικού μας. Μπορεί το δείγμα να είναι μικρό, παρ' όλα αυτά έχω την εντύπωση ότι τα Τζουμέρκα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, γεννούν -ή και ελκύουν- έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: τους φυσιολάτρες χειρώνακτες, τους ανθρώπους που αισθάνονται το βουνό σαν την αυλή τους, εκείνους που χώνονται σε δάση και ποτάμια, μαζεύουν ξύλα και πέτρες και χτίζουν με τα χέρια τους το σπίτι τους, αυτούς που όταν βλέπουν βότανα σκέφτονται τι βάμμα θα φτιάξουν με αυτά και, όταν πέσει στα χέρια τους κανένας κορμός δέντρου, τον μετατρέπουν σε χοντρό σκαμνί. Μέρα με τη μέρα, όσο περισσότερους γνωρίζω, τόσο σιγουρεύομαι. Ο ένας έχει φτιάξει πέτρα-πέτρα το σπίτι του, μαθητεύοντας δίπλα στον μάστορα που τον φιλοξενούσε. Ο άλλος έχει σκαλίσει σαν ξυλόγλυπτο το εσωτερικό του καφενείου του. Και ο τρίτος έχει μειώσει το κόστος κατασκευής της κατοικίας του σε ένα ποσό με το οποίο ούτε αυτοκίνητο δεν αγοράζει κανείς σήμερα, αφού τα έχει κάνει στην κυριολεξία όλα μόνος του.
Αυτοί οι άνθρωποι συνθέτουν την κληρονομιά των αναμνήσεών μου από τα Τζουμέρκα. Αυτοί μαζί με μερικά πράγματα ακόμα: τα ασημένια στέφανα, κοινά κάποτε για όλο το χωριό, που βρίσκονται στο μικρό εκκλησιαστικό μουσείο στους Καλαρρύτες, οι μεσοπολεμικές βρύσες της Κρυστάλλως και της Αρχόντως στο Βουργαρέλι, το σπιτάκι που έφτιαξε ο Τρύφωνας για έναν μικρό μελισσουργό στο χωριό της Κυψέλης, η παρέα Ελβετών, Γερμανών και Ελλήνων που έπλεαν ένα πρωινό στον Άραχθο με τη φουσκωτή βάρκα και τα πολύχρωμα κουπιά στα χέρια, οι διάσημες κάπες του Συρράκου που απογείωσαν τη φήμη των τοπικών ραφτάδων και το καφενείο 5ης γενιάς του γλυκομίλητου Ναπολέοντα, που κρατάει ζωντανούς τους Καλαρρύτες, ανελλιπώς, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
TΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Το παρατημένο κτίριο που βρήκαν πριν από λίγα χρόνια στους Μελισσουργούς το μετέτρεψαν σε ονειρεμένο ορειβατικό καταφύγιο. Βολιώτες και οι δύο στην καταγωγή, αλλά πολυταξιδεμένοι, ο Φώτης Δελημήτρος, 29 ετών, μαζί με τον φίλο του Αποστόλη Τσιμπανάκο εγκαταστάθηκαν στα Τζουμέρκα τον Οκτώβριο του 2013. «Ξεκινήσαμε με το τίποτα. Hρθαμε με ένα φορτηγάκι με τον βασικό εξοπλισμό, δηλαδή κάποια πράγματα για την κουζίνα, λίγες κουβέρτες και εργαλεία χειρός, που θα χρησιμοποιούσαμε για να φτιάξουμε ό,τι μπορούσαμε...» Με τη βοήθεια φίλων το λίφτινγκ ξεκίνησε. «Ξύναμε, βάφαμε, στοκάραμε, καθαρίζαμε, διορθώναμε. Ενας χαμός! Μας πήρε αρκετό καιρό να το συνεφέρουμε, γιατί το κτίριο είχε αρκετά προβλήματα». Σήμερα, παρότι δεν έχουν διορθωθεί τα πάντα, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη. Το εσωτερικό του Ορειβατικού Καταφυγίου Μελισσουργών είναι τρομερά ζεστό και φιλόξενο - ένα χωριάτικο σαλόνι που αναδίδει τη νεανική ορμή των ιδιοκτητών του. Οσο για τις δραστηριότητες, ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή: το φθινόπωρο «είναι η χαρά των μανιταρόφιλων», ενώ η άνοιξη ενδείκνυται για περπάτημα στα μονοπάτια, παρατήρηση καταρρακτών «που τρέχουν από ύψος 300 και 400 μέτρων», συλλογή βοτάνων, κατάβαση φαραγγιών, τρέξιμο ή απλώς τσίπουρο με καλή παρέα.
Εδώ και κάτι λιγότερο από ενάμιση χρόνο ο Αθηναίος Γιάννης Θεοχαρόπουλος μαζί με τη γυναίκα του Μαρίνα Αναστασίου, η οποία κατάγεται από την περιοχή, έχουν στήσει το Tzoumerka Activities Center, ένα κέντρο άθλησης και αναψυχής στην Αγναντα. «Στα Τζουμέρκα η ζωή μας είναι μέσα στο βουνό. Στην Αθήνα μέναμε στους Θρακομακεδόνες, στην Πάρνηθα, εκεί όμως η ανάσα της πόλης σε πιάνει. Λέγαμε πάντοτε ότι θέλουμε να φύγουμε». Ηρθαν λοιπόν στα Τζουμέρκα, βρήκαν ένα παλιό γυμναστήριο, το νοίκιασαν για 20 χρόνια και... ανασκουμπώθηκαν. Σήμερα, το μέρος μοιάζει με μεγάλο αθλητικό παιχνιδότοπο για παιδιά και ενηλίκους, όπου, μεταξύ άλλων, μπορεί κανείς να κάνει «γυμναστική, αναρρίχηση, πινγκ πονγκ, ποδήλατο, μπιτς βόλεϊ, παιχνίδια με σχοινιά, παραδοσιακούς χορούς, ζούμπα, TRX, τοξοβολία». Οποιος θέλει μπορεί να πεζοπορήσει στο βουνό συνοδεία οδηγού, ενώ υπάρχει και σάκος πυγμαχίας.
Πέρα από το Tzoumerka Activities Center, οι δυο τους διοργανώνουν εδώ και 15 χρόνια τον Αθλο Τζουμέρκων, έναν «αγώνα περιπέτειας» που στη σημερινή του μορφή περιλαμβάνει mountain running (πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο) και mountain bike (θα γίνει στις 22/5). Για τους αγώνες ορεινού τρεξίματος ο Γιάννης δημιούργησε, ενώνοντας παλιά μονοπάτια και χωματόδρομους, μια μεγάλη διαδρομή 52 χλμ., που περνά από τα τρία καταφύγια - των Πραμάντων, των Μελισσουργών και του Καταρράκτη. Ο Αθλος Τζουμέρκων περιλαμβάνει επίσης δύο μικρότερες διαδρομές (μία των 34 χλμ. και έναν αγώνα fun race). Κάπως έτσι περνάει το χρόνο του. Με αθλητισμό, αθλητισμό και πάλι αθλητισμό. Κι άμα υπάρχει λίγος χρόνος, «μου αρέσει να κόβω ξύλα ή να φρεζάρω το χωράφι για να φυτέψω πατάτες», λέει.
Με τον κ. Γιώργο Πολύζο, γείτονά μας στην Τσόπελα, γίναμε φίλοι μετά από λίγες μόνο μέρες γνωριμίας. Στον ελεύθερο χρόνο του κατασκευάζει αρχαιοελληνικά μουσικά όργανα. Αφορμή γι' αυτή την ενασχόληση (η οποία συμπορεύεται με το κυρίως επάγγελμά του, που είναι η κατασκευή κοσμημάτων) ήταν μια έκθεση για μουσικά όργανα που είχε δει κάποτε, αλλά και η αλληλεπίδρασή του με τον φίλο του -συγγραφέα και ποιητή- Γιώργο Μανιάτη. «Το 1984 διάβασα ένα κείμενό του με τίτλο: ''Εξω οι Ελληνικάνοι''. Με τον όρο ''Ελληνικάνους'' εννοούσε αυτούς που, ιδίως στα καλλιτεχνικά πράγματα, έχουν τον νου τους προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα. Ενιωσα υποχρέωση να ανταποδώσω κι εγώ κάτι». Και του έκανε δώρο μια λύρα. Ετσι ξεκίνησε αυτό το ιδιαίτερο χόμπι, που συνεχίστηκε χάρη στους φοιτητές της Πανεπιστημιακής Λέσχης, όπου δίδασκε ο Μανιάτης, οι οποίοι έδωσαν ζωή στα όργανα του Πολύζου παίζοντάς τα.
Μέχρι σήμερα ο Γιώργος Πολύζος έχει κατασκευάσει 17 διαφορετικούς τύπους μουσικών οργάνων (έγχορδα, πνευστά και κρουστά, της περιόδου μεταξύ 8ου και 3ου αι. π.Χ.), όπως τριγωνική άρπα, πανδουρίδα, αυλό, κέρας... Μιλάει για αρκετά από αυτά, αλλά κυρίως για την αγαπημένη του λύρα, η επινόηση της οποίας είναι «σπουδαία», γιατί «από εκεί ξεκινάνε όλα. Οταν ξέρει κανείς να παίξει λύρα, μπορεί να παίξει κιθάρα, φόρμιγγα, βάρβιτο, όλα αυτά τα όργανα...», ορισμένα από τα οποία κρέμονται στους τοίχους του σπιτιού του, αναγκάζοντας τον επισκέπτη να δει με άλλο μάτι αυτό που κάποτε έμοιαζε απλώς με ένα κατσικίσιο κέρατο ή με ένα συνηθισμένο καβούκι χελώνας.
Δημοσιεύτηκε στις 6 Μαΐου, 2016